κονσομασιόν,
η, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. consommation (= κατανάλωση φαγητών ή ποτών)], η πληρωμένη γυναικεία
συντροφιά σε κέντρο διασκέδασης με παράλληλη κατανάλωση φαγητών ή ποτών·
- κάνω
κονσομασιόν, (για γυναίκες) κουβεντιάζω με τους πελάτες, που έρχονται για
διασκέδαση στο μαγαζί και τους παρασέρνω με τα λόγια ή τις χειρονομίες μου να
με κερνούν ποτά για να ανέβει ο λογαριασμός: «αυτή που βλέπεις κάνει
κονσομασιόν στο τάδε μαγαζί». Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα δεν πίνει
πραγματικό ποτό αλλά χρωματιστό νερό ή τσάι, που πληρώνεται από τον πελάτη ως
γνήσιο ποτό, και αυτό γίνεται για δυο λόγους: ο πρώτος, ότι το ποτό της
γυναίκας, βγάζοντας τα ποσοστά της, είναι καθαρό κέρδος για το μαγαζί και ο
δεύτερος, ότι η γυναίκα πίνει αυτό το δήθεν ποτό, γιατί, αν έπινε γνήσιο, δε θα
άντεχε σε πολλά κεράσματα, αφού θα μεθούσε. Από τα τέλη του 1960, που άρχισα να
ασχολούμαι με αυτό το λεξικό, μέχρι και σήμερα (2005), γνώρισα μόνο δυο
γυναίκες που έπιναν γνήσιο ποτό κάθε φορά που τις κερνούσαν, και δεν ήταν καθόλου
λίγα τα κερασμένα ποτά. Η μια μάλιστα, σε ένα βράδυ, είχε πιει είκοσι οχτώ ουίσκι
(!!!) και αν θέλετε το πιστεύετε.