κομπίνα1,
η, ουσ.
[<μσν. κομβίνα <γαλλ. combine]. 1. πρόχειρο, βιαστικό στήσιμο
δουλειάς, νόμιμης ή παράνομης, χωρίς μεγάλη χρονική διάρκεια με κύριο σκοπό το
γρήγορο κέρδος: «είναι μάνα αυτός ο άνθρωπος στις κομπίνες || αποκαλύφθηκε
μεγάλη κομπίνα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων». 2. η απάτη, η απατεωνιά,
κόλπο, τέχνασμα δυο ή περισσοτέρων ανθρώπων για εξαπάτηση: «αυτοί οι άνθρωποι
έχουν την κομπίνα στο αίμα τους». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και κομπίνες
ο Αγαθοκλής πότε λέει είμ’ επιστήμων, πότε ερευνητής). 3. (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) το τέχνασμα που κάνουν οι παίχτες για να ξεγελάσουν
τους αντιπάλους παίχτες με σκοπό την επιτυχία τέρματος: «ο καινούριος
προπονητής τους έχει μάθει ένα σωρό κομπίνες»·
- κάνω
κομπίνα ή κάνω κομπίνες, (γενικά) μηχανεύομαι απάτες, ζω από τις
κομπίνες που κάνω: «κι εκεί που λες πως δεν έχει ούτε ευρώ, κάνει μια κομπίνα
και τα κονομάει»·
- στήνω
κομπίνα, προετοιμάζω δουλειά ή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «είναι καιρός
τώρα που στήνει μια κομπίνα, αλλά κανείς δεν ξέρει τι».