κομμάτι,
το, ουσ.
[<μσν. κομμάτιν <μτγν. κομμάτιον, υποκορ. του ουσ. κόμμα], το κομμάτι. 1.
καλλιτεχνικό έργο, ιδίως ζωγραφικός πίνακας, γλυπτό ή μουσικό έργο: «πέτυχα σε
μια γκαλερί ένα πολύ καλό κομμάτι του τάδε ζωγράφου || απ’ τα ρεμπέτικα μ’
αρέσει περισσότερο αυτό το κομμάτι» 2. η χρυσή λίρα: «έχω τριάντα
κομμάτια και θέλω να τα εξαργυρώσω» 3. πολύ όμορφη γυναίκα: «είναι πολύ
κομμάτι η αδερφή του τάδε» 4. σε θέση επιρρ., κάπως, για λίγο, λίγο:
«είσαι κομμάτι αδύνατος || στάσου να ξεκουραστούμε κομμάτι». (Λαϊκό τραγούδι: από
τα γλυκά σου μάτια, τρέχει αθάνατο νερό και σου γύρεψα κομμάτι και δε
μου ’δωσες να πιω). 5α. στον πλ. τα κομμάτια, οι τίτλοι των
μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, οι μετοχές: «είχα κάτι ανάγκες, γι’
αυτό χτες στο χρηματιστήριο πούλησα πενήντα χιλιάδες κομμάτια». Συνών. χαρτιά.
β. τα θρύψαλα, τα θραύσματα, ιδίως γυαλικού: «γονάτισε για να
μαζέψει τα κομμάτια απ’ το βάζο που έσπασε». Υποκορ. κομματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κομμάτα και κομματάρα, η και κόμματος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άι
στα κομμάτια! α. έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «άι
στα κομμάτια, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». β. εκστομίζεται και ως
βρισιά· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολο·
- άσ’
τα να πάνε στα κομμάτια! απάντηση
αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του
σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς
τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως τα πράγματα
δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’
τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην
οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να
πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’
το να πάει στα κομμάτια! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου, διάγραψέ
το: «αφού βλέπεις πως καταστράφηκε το μηχάνημα, άσ’ το να πάει στα κομμάτια!».
Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το
να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στο διάβολο!
/ άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’
τον να πάει στα κομμάτια! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού
αποδείχτηκε σκάρτος, άσ’ τον να πάει στα κομμάτια!». Συνών. άσ’ τον να πάει
στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’
τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει στον
κόρακα(!)·
- για
ένα κομμάτι ψωμί, σε τιμή εξευτελιστική: «είχε μεγάλη ανάγκη και πούλησε το
χωράφι του για ένα κομμάτι ψωμί». Συνών. για ένα καρβέλι ψωμί / για μια
μπουκιά ψωμί (β)·
- γίνομαι
δυο κομμάτια, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να φέρω σε πέρας κάτι:
«κάθε μέρα γίνομαι δυο κομμάτια, για να μπορέσω να σπουδάσω τα παιδιά μου»· βλ.
και φρ. έγινε δυο κομμάτια·
- γίνομαι
κομμάτια, α. κάνω τα πάντα για να βοηθήσω ή να εξυπηρετήσω κάποιον:
«έγινα κομμάτια για να σου πάρω αυτή την υπογραφή || έγινε κομμάτια το παιδί
για να μας βρει ξενοδοχείο». β. κάνω τα πάντα για να πραγματοποιήσω τις
επιθυμίες κάποιου αγαπημένου προσώπου: «ό,τι του ζητάει, γίνεται κομμάτια για
να της το φέρει». (Τραγούδι: ο άντρας που θα παντρευτώ θα με κοιτά στα μάτια
και ό,τι εγώ θα του ζητώ, θα γίνεται κομμάτια). γ. καταβάλλω
έντονη προσπάθεια για να προλάβω να τα φέρω όλα σε πέρας: «έχει τόσες πολλές
ασχολίες, που όλη τη μέρα γίνεται κομμάτια για να τα προλάβει όλα». δ.
κατ’ επέκταση, κουράζομαι υπερβολικά: «κάθε μέρα γίνεται κομμάτια για να θρέψει
την οικογένεια του». ε. παθαίνω πολλαπλά κατάγματα σε δυστύχημα, ιδίως
τροχαίο: «αν πέσεις από τέτοιο ύψος με τ’ αυτοκίνητό σου θα γίνεις κομμάτια»·
βλ. και φρ. έγινε κομμάτια·
- γίνομαι
σαρανταδυό κομμάτια, βλ. συνηθέστ. γίνομαι χίλια κομμάτια. (Λαϊκό
τραγούδι: προσφυγοπούλα μου γλυκιά, ξανθιά, γαλανομάτα, ξέρεις, για σένα γίνομαι
σαρανταδυό κομμάτια)·
- γίνομαι
χίλια κομμάτια, βοηθώ ή εξυπηρετώ κάποιον με όλη μου την καλή διάθεση, με
όλη μου την όρεξη: «έγινε χίλια κομμάτια το παιδί για να μας βρει ξενοδοχείο»·
η φρ. αυτή επιτείνει τη φρ. γίνομαι κομμάτια·
- δε
θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! έκφραση αγανάκτησης από άτομο που του
αναθέτουμε να διεκπεραιώσει πολλές δουλειές ταυτόχρονα·
- δουλειά
με το κομμάτι, βλ. λ. δουλειά·
- δουλεύω
με το κομμάτι, αμείβομαι με βάση τον αριθμό των πραγμάτων που κατασκευάζω ή
επεξεργάζομαι: «δουλεύω με το κομμάτι σε ένα γουναράδικο»·
- έγινε
δυο κομμάτια, (για ερωτικούς δεσμούς) διέλυσε: «είχαμε τρία χρόνια δεσμό,
αλλά τον τελευταίο καιρό είχαμε σοβαρές προστριβές κι έτσι έγινε δυο κομμάτια».
(Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμ’ ένα δειλινό με δάκρυα στα μάτια, η αγάπη μας ήταν
γραφτό να γίνει δυο κομμάτια)· βλ. και φρ. γίνομαι δυο κομμάτια·
-
έγινε η καρδιά μου κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- έγινε
κομμάτια, καταστράφηκε, διαλύθηκε ολοσχερώς: «έπεσε το βάζο κάτω κι έγινε
κομμάτια»· βλ. και φρ. γίνομαι κομμάτια·
-
είναι ένα κομμάτι μάλαμα, είναι
πάρα πολύ ευγενικός, πάρα πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «όλοι μας θέλουμε να
κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί είναι ένα κομμάτι μάλαμα»·
- ένα
κομμάτι απ’ την πίτα, βλ. λ. πίτα·
- ένα
κομμάτι απ’ την τούρτα, βλ. λ. τούρτα·
- η
αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- κάνω
κομμάτια, καταστρέφω, διαλύω ολοσχερώς κάτι: «πέταξε νευριασμένος το βάζο
κάτω και το ’κανε κομμάτια || με την γκρίνια της έκανε κομμάτια την αγάπη μας».
(Λαϊκό τραγούδι: έκανες κομμάτια, όρκους και παλάτια)·
- κάνω
το κομμάτι μου, προσπαθώ να εντυπωσιάσω με το παρουσιαστικό μου, με την
εμφάνισή μου ή με την επίδειξη κάποιας καινούριας γνωριμίας μου ή κάποιου
καινούριου αποκτήματός μου, επιδεικνύομαι, προβάλλομαι : «ντύθηκε σαν γαμπρός
και βγήκε να κάνει το κομμάτι του || είχε αγκαζέ την καινούρια του γκόμενα και
περνούσε κάθε τόσο απ’ το στέκι μας για να κάνει το κομμάτι του || κάθε τόσο περνάει
απ’ την πλατεία και κάνει το κομμάτι του με το καινούριο του αυτοκίνητο»·
- κομμάτι
κομμάτι, κομματιαστά, σταδιακά: «άρχισε κομμάτι κομμάτι να συναρμολογεί τη
μηχανή τ’ αυτοκινήτου του»·
- κομμάτια
να γίνει! ας είναι, ας ξεχαστεί, δεν πειράζει, ας πάψει να μας απασχολεί
αρνητικά: «αφού ζήτησες συγγνώμη, κομμάτια να γίνει, θ’ αποσύρω τη μήνυση».
Λέγεται και στην περίπτωση που, μετά από πολλούς ενδοιασμούς, αποφασίζουμε
επιτέλους να δώσουμε σε κάποιον κάτι: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, κομμάτια να
γίνει!»·
- μ’
έκανε κομμάτια ή μ’ έχει κάνει κομμάτια, με διέλυσε σωματικά ή
ψυχικά: «μ’ έκανε κομμάτια αυτή η μετακόμιση || μ’ έκανε κομμάτια μ’ ένα της
βλέμμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκύλα μ’ έκανες και λιώνω μέσ’ στης Κοκκινιάς το
δρόμο, σκύλα μ’ έκανες κομμάτια με τα δυο σου μαύρα μάτια)·
- μ’
έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, επιτείνει την
έννοια της παραπάνω φρ. (Λαϊκό τραγούδι: τα ολόμαυρά σου μάτια με κάνανε
χίλια κομμάτια)·
- μαζεύει
τα κομμάτια του, προσπαθεί, αγωνίζεται να ανασυντάξει τον διαλυμένο του
εαυτό: «ύστερα από την απιστία της γυναίκας του, μαζεύει τα κομμάτια του με
σκοπό να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή»·
- μου
’κανε την καρδιά κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- μου
πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, μου έδωσε ένα πολύ μικρό μερίδιο από κάποια μοιρασιά
που έγινε, ιδίως μου το έδωσε με περιφρονητικό τρόπο: «όταν έφτασε η σειρά μου,
μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί και μ’ έδιωξε». Συνήθως μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το κι εμένα·
- να
πας στα κομμάτια! δε
νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή πού θα πας.
Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το
να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε. Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα
τσακίδια! / να πας στο διάβολο! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)·
-
πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου, βλ. λ. παρακάτω·
-
πήγε στα κομμάτια, α.
έκφραση τέλειας
αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού
πήγε ο τάδε. β.
έφυγε και δεν ξαναγύρισε και, κατ’ επέκταση, πέθανε, σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν
τρελός με τη μοτοσικλέτα του, ώσπου, κάποια μέρα, καρφώθηκε σ’ ένα δέντρο και
πήγε στα κομμάτια». γ. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση από το χώρο
μας κάποιου ανεπιθύμητου ή ενοχλητικού προσώπου ύστερα από πολλή ώρα. δ. (για
μηχανήματα) έπαψε να λειτουργεί, αχρηστεύτηκε: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο σε τιμή
ευκαιρίας, αλλά μέσα σε λίγο καιρό πήγε στα κομμάτια». Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα / πήγε στα
τσακίδια / πήγε στο διάβολο / πήγε στον αγύριστο / πήγε στον εξαποδώ·
-
πληρώνομαι με το κομμάτι, αμείβομαι
με βάση τον αριθμό των πραγμάτων που κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι: «στο
εργοστάσιο που δουλεύω, βγάζουμε εταζέρες και πληρώνομαι με το κομμάτι»·
-
πόσα κομμάτια θα γίνω; ή
πόσα κομμάτια να γίνω; βλ. φρ. δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια(!)·
- πού
στα κομμάτια είναι! λέγεται
για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό
διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στα
κομμάτια είναι ο ηλεκτρολόγος, γιατί κινδυνεύουμε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο
σκοτάδι! || πού στα κομμάτια είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το
τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού
στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο
διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού
στα κομμάτια ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε
επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το
περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στα κομμάτια ήσουν κι έφαγα τον
κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! /
πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο
διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού
στα κομμάτια πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στα κομμάτια πήγε
ο αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού
στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο
πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού
στα κομμάτια πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στα κομμάτια πήγες κι έψαχνα
όλο το πρωί να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα τσακίδια
πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! /
πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πρόσεχε,
γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ. μυρμήγκι·
- πώς
στα κομμάτια! α. έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στα κομμάτια τα
κατάφερες κι ήρθες με τέτοιον παλιόκαιρο!». β. με ποιο τρόπο: «πώς στα
κομμάτια ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα
τσακίδια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο
διάβολο! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- πουλώ
με το κομμάτι, πουλώ λιανικά: «αν θέλεις μεγάλη ποσότητα, πάνε σε κάποια
αποθήκη, γιατί εγώ πουλώ με το κομμάτι»·
- στα
κομμάτια! έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει
να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα
τσακίδια! / στο διάβολο(!)
- τι
στα κομμάτια! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στα κομμάτια λέει τόση
ώρα και δεν καταλαβαίνω λέξη!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στην ευχή! / τι στην
οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι
στα κομμάτια έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στα κομμάτια έγινε
το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην
οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό
έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι
στα κομμάτια έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στα κομμάτια έγινες όλο το πρωί
και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στην ευχή έγινες! /
τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο
καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι
στα κομμάτια θέλει; έκφραση
δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι
στα κομμάτια θέλει βραδιάτικα;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στην ευχή
θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; /
τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι
στα κομμάτια κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα
έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή τον τρόπο εκτέλεσης.
Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’
ανάθεμα κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα
κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα
κάνεις(!)·
- τον
κάνω κομμάτια, α. τον κατασφάζω: «μόλις αγρίεψε ο καβγάς, έβγαλε ο
άλλος το μαχαίρι του και τον έκανε κομμάτια το δικό σου». (Λαϊκό τραγούδι: στα
σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκανα
κομμάτια). β.τον διαλύω ψυχικά: «τον κάνω κομμάτια κάθε
φορά που αναφέρομαι στο θάνατο του πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: με μια
καρδιά μαρμάρινη τον έκανε κομμάτια με τέχνη και υπομονή ανύποπτα
δεμάτια)· βλ. και φρ. τον κάνω κομματάκια, λ. κομματάκι.