κολυμπηθρόξυλο,
το, ουσ.
[<κολυμπήθρα + ξύλο]·
- δεν
άφησε κολυμπηθρόξυλο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά:
«ήταν τόσο άμυαλος, που απ’ όλη την περιουσία του δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο».
Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε
ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε
φλούδα·
- δεν
έμεινε κολυμπηθρόξυλο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε
ολοκληρωτικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τη χαρτοπαιξία, δεν έμεινε
κολυμπηθρόξυλο απ’ την περιουσία του». β. (για εμπόρευμα) εξαντλήθηκε,
πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «μόλις δειγμάτισα στην αγορά το καινούριο είδος
που έφερα, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε
κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν
έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα·
- μέχρι
κολυμπηθρόξυλο, ολοκληρωτικά: «έφαγε την περιουσία του μέχρι
κολυμπηθρόξυλο»·
- ξηγιέμαι
κολυμπηθρόξυλο, συμπεριφέρομαι με άγριο τρόπο, δέρνω άγρια: «μην του
κουνιέσαι και πολύ, γιατί ξηγιέται κολυμπηθρόξυλο». Από την εικόνα του ιερέα
που με δυναμικό τρόπο επιβάλλει τη θέλησή του στο νήπιο, πιέζοντάς το μέσα στην
κολυμβήθρα για να το βαφτίσει. Η αναγκαστική αυτή στάση του ιερέα, καθώς και το
γοερό κλάμα του νηπίου, εκλαμβάνονται ως σκηνή ξυλοδαρμού στην κολυμβήθρα·
- τα
κάνω κολυμπηθρόξυλο, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό:
«μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί και τα ’κανε κολυμπηθρόξυλο»·
- της
ξηγιέμαι κολυμπηθρόξυλο, της επιβάλλω με το ζόρι τη σεξουαλική πράξη: «την
πήρε στην γκαρσονιέρα του και της ξηγήθηκε κολυμπηθρόξυλο». Από την εικόνα της
πίεσης του ιερέα επί του νηπίου στην κολυμβήθρα, που παρομοιάζεται με την πίεση
που εξασκεί ο άντρας στο κορμί της γυναίκας κατά τη σεξουαλική πράξη.