κόλπο,
το, ουσ. [<μσν.
κόλπον <ιταλ. colpo]. 1. παράνομη δουλειά ή δραστηριότητα μικρής
διάρκειας, που συνδυάζει την πονηριά με την τόλμη και αποσκοπεί στο κέρδος ή
στην εκπλήρωση ενός στόχου, η απάτη, η κομπίνα: «ετοιμάζει ένα κόλπο, που, αν
πιάσει, θα χεστεί στο τάλιρο». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και
κομπίνες ο Αγαθοκλής, πότε λέει είμ’ επιστήμων, πότε ερευνητής). 2.
τέχνασμα, νάζι, πονηριά, ελιγμός, στρατηγική: «αυτή τη γυναίκα μόνο με κόλπο
μπορείς να τη ρίξεις». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει
και με κόλπο έξυπνο τονε χαιρετάει). 3. ο αντικειμενικός
σκοπός, η αντικειμενική επιδίωξη: «αυτά που λέτε, εγώ τ’ ακούω βερεσέ, γιατί
όλο το κόλπο είναι να τον πείσουμε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά». 4. η
συμπαιγνία: «τι κόλπα είναι αυτά, δεν ντρέπεστε λίγο να μου φέρεστε μ’ αυτόν
τον τρόπο!». 5. οργανωμένο σχέδιο που αποσκοπεί σε εξαπάτηση: «έμειναν
έκπληκτοι με το κόλπο που χρησιμοποίησε για να τους φάει τα λεφτά». (Λαϊκό
τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά που παίζεις δε θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί
το θύμα σαν θα ξυπνήσει, θα σου ζητάει λογαριασμό). 6. έξυπνο
ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα ή επιδέξια ενέργεια, που γίνεται από κάποιον για να
διασκεδάσει ή να εντυπωσιάσει την ομήγυρη: «ξέρει ένα κόλπο με την τράπουλα, που,
κάθε φορά που θα πετάς εσύ φύλλο, αυτός θα κάνει ξερή || ξέρει ένα σωρό κόλπα,
που μένεις με το στόμα ανοιχτό!». 7. (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωτικός
δεσμός: «πάμε στην παραπάνω γειτονιά να δω ένα κόλπο που έχω κι ύστερα είμαι
στη διάθεσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: από το παρελθόν σου τίποτα δεν ξεχνάς και
στα παλιά σου κόλπα σ’ αρέσει να γυρνάς). 8. (στη γλώσσα του
χαρτοπαιγνίου) η καθεμιά χαρτοπαικτική παρτίδα: «βρισκόμαστε στο τρίτο κόλπο». 9α.
στον πλ. τα κόλπα, εκδηλώσεις χαράς: «μόλις με είδε τα σκυλάκι μου,
άρχισε τα κόλπα». β. οι ερωτοτροπίες, τα καμώματα, τα νάζια: «τώρα είναι
όλο κόλπα, αλλά πού θα μου πάει, θα πέσει!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψε η
φούστα σου, τα κόλπα και τα γούστα σου).γ. το σύνολο
των πραγμάτων που είναι απαραίτητα για μια δουλειά: «πήρες όλα τα κόλπα για το ψάρεμα;».
Υποκορ. κολπάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλλα
κόλπα! δηλώνει με κάποια διάθεση ενθουσιασμού ευχάριστες καταστάσεις:
«περάσατε καλά στο γλέντι; -Άλλα κόλπα! || θα περάσουμε καλά εκεί που θα πάμε;
-Άλλα κόλπα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλλο
κόλπο αυτό! βλ. φρ. καινούριο κόλπο αυτό(!)·
- άσ’
τα κόλπα, α. άφησε τις πονηριές και συμπεριφέρσου γνήσια, με
ειλικρίνεια: «άσ’ τα κόλπα και πες μου ακριβώς τι θέλεις». β. μην κάνεις
νάζια, καμώματα: «ας τα κόλπα, αφού ξέρω πως θέλεις να ’ρθεις». (Λαϊκό
τραγούδι: απ’ το πίτσι πίτσι πίτσι, το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα
κόλπα, βρε Βαγγέλα, κόφ’ το κάν’ την καραμέλα)· βλ. και φρ. δεν
αφήνεις τα κόλπα(!)·
-
βρίσκω το κόλπο, βλ.
συνηθέστ. βρίσκω το κολάι, λ. κολάι·
- δεν
αφήνεις τα κόλπα! προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον, που αντιληφθήκαμε
πως θέλει να μας ξεγελάσει, να πάψει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, γιατί έγινε
αντιληπτός: «δεν αφήνεις τα κόλπα, που νοιάζεσαι μόνο για το καλό μου!».
Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε·
- (δεν)
έπιασε το κόλπο, (δεν) πέτυχε η κομπίνα, το τέχνασμα, ο ελιγμός: «τα
σχεδίασε όλα τόσο καλά, αλλά δεν έπιασε το κόλπο || θέλησε να τον ξεγελάσει,
αλλά δεν έπιασε το κόλπο || ευτυχώς έπιασε το κόλπο αι τη σκαπουλάραμε»·
- δεν
πιάνουν τα κόλπα σου, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που με διάφορα
καμώματα, πονηριές και νάζια, επιδιώκει να απαλύνει την άσχημη διάθεση που
έχουμε γι’ αυτό ή να μας εξαπατήσει: «άσε τις μαλαγανιές, γιατί δεν πιάνουν τα
κόλπα σου». (Λαϊκό τραγούδι: τα δάκρυα κι οι στεναγμοί εσένα θα μαράνουν,
τίποτα δε με συγκινεί τα κόλπα σου δεν πιάνουν)·
- είμαι
στο κόλπο, συμμετέχω σε κάποια νόμιμη ή συνήθως παράνομη δουλειά ή
δραστηριότητα: «απ’ τη στιγμή που υπάρχει τόσο πολύ χρήμα, είμαι στο κόλπο».
Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ·
- καινούριο
κόλπο αυτό! λέγεται ειρωνικά ή επιθετικά σε άτομο που ενεργεί με τρόπο που
μας είναι άγνωστος και που ενδέχεται να αποβεί σε βάρος μας. Πολλές φορές, μετά
το κόλπο ακολουθεί το πάλι. Συνών. καινούριο σχέδιο αυτό(!)·
- κάνω
κόλπα, α. συμπεριφέρομαι σκληρά, ταλαιπωρώ κάποιον με τη συμπεριφορά
μου: «όσα κόλπα και να μου κάνεις δε θα την κάνω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό
τραγούδι: μη με βαράς κυρ δάσκαλε και μη μου κάνεις κόλπα, γω δε
μαθαίνω γράμματα πόσες φορές σου το ’πα). β. προσποιούμαι κατάλληλα για
να μπερδέψω τους γύρω μου προς όφελός μου: «όταν είμαι κι εγώ μπροστά, δε θέλω
να κάνεις κόλπα, γιατί σε ξέρω». γ. δε φέρομαι εντάξει: «πρόσεχε αυτόν
τον άνθρωπο, γιατί συνέχεια κάνει κόλπα». δ. δεν είμαι πιστός στον ερωτικό
μου σύντροφο: «άσε τα κόλπα, γυναίκα, γιατί δε σε βλέπω καλά». (Λαϊκό τραγούδι:
αλλού έκανες τα κόλπα σου, εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει
ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). ε. ερωτοτροπώ, κάνω νάζια, καμώματα:
«πάψε να μου κάνεις κόλπα και πες μου, επιτέλους, το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: το
’χεις πέντε ώρες στη γωνίτσα κι του κάνεις κόλπα και καπρίτσα). στ.
εκδηλώνω με διάφορες ενέργειες τη χαρά μου: «μόλις τα παιδιά μου δουν τον
παππού τους, αρχίζουν να κάνουν κόλπα, γιατί ξέρουν πως όλο και κάποια δωράκια
θα τα ’χει φέρει»·
- κάνω
κόλπο, α. επιχειρώ παράνομη δουλειά, κάποια κομπίνα: «θα κάνω ένα
τελευταίο κόλπο κι ύστερα θ’ αποσυρθώ απ’ την πιάτσα». β. (στη γλώσσα
του χαρτοπαιγνίου) αρχίζω νέα χαρτοπαιχτική παρτίδα: «θα κάνω το τελευταίο
κόλπο, γιατί ξημέρωσε»· βλ. και φρ. το κάνω (για) κόλπο·
-
κάνω χοντρό κόλπο, επιχειρώ
μια μεγάλη, ιδίως παράνομη, δουλειά, επιχειρώ μια μεγάλη απάτη, μια μεγάλη
κομπίνα: «αυτός είναι ή του ύψους ή του βάθους και κάνει πάντα χοντρά κόλπα»·
- κόλπο
γκρόσο [<ιταλ. colpo grosso], αριστοτεχνική ενέργεια για το
ξεγέλασμα κάποιου, μεγάλο
κόλπο, μεγάλη δουλειά, νόμιμη ή παράνομη: «ετοιμάζει ένα κόλπο γκρόσο, κι όλοι
θέλουν να συμμετέχουν σ’ αυτό»·
- κόλπο
ντε φάβα, [<ιταλ. colpo de fava], (στη γλώσσα της αργκό) ελιγμός για
να μη δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση σε ερώτηση που μας έγινε: «άσε το κόλπο ντε
φάβα, γιατί θέλω να μου δώσεις μια σταράτη απάντηση»·
- με
βάζουν στο κόλπο, δέχονται να συμμετάσχω κι εγώ στην παράνομη ιδίως δουλειά
που ετοιμάζουν ή γενικότερα με μυούν σε κάτι, που μου είναι άγνωστο: «αν με
βάλουν στο κόλπο, θα κονομήσω κι εγώ κανένα φράγκο || από μικρός είχε μια
εικοσάρα γειτόνισσα, που, όταν είχε κάψες, τον ξεμονάχιαζε στο υπόγειο κι έτσι
τον έβαλε στο κόλπο», δηλ. του έμαθε τα σχετικά με τον έρωτα·
- μπαίνω
στο κόλπο, α. συμμετέχω σε κάποια παράνομη ιδίως δουλειά ή
γενικότερα αρχίζω να μαθαίνω, μυούμαι σε μια άγνωστη δραστηριότητα ή
διαδικασία: «αν μπω στο κόλπο, τι ποσοστό θα ’χω; || μην τον φοβάσαι, γιατί
μπαίνει γρήγορα στο κόλπο και τα βγάζει πέρα άνετα». β. παίρνω μέρος σε
χαρτοπαίγνιο: «βρες άλλους τρεις να μπω κι εγώ στο κόλπο να περάσει η ώρα»· βλ.
και φρ. πιάνω το κόλπο·
- ξαναμπαίνω
στο κόλπο του… (της…), επανέρχομαι και συμμετέχω πάλι με σοβαρές απαιτήσεις
σε κάποια διαδικασία: «μετά τη νίκη της Κυριακής η ομάδα μας ξαναμπήκε στο
κόλπο του πρωταθλήματος || μια και αποχώρησε ο ανταγωνιστής μου, ξαναμπαίνω στο
κόλπο της μειοδοτικής προσφοράς»·
- παίρνω
το κόλπο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κερδίζω την παρτίδα: «ποιος πήρε
το τελευταίο κόλπο;»·
- πιάνω
το κόλπο, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω: «ευτυχώς έπιασα νωρίς το
κόλπο πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και τον διαβολόστειλα || όταν μου ’κανε
λιανά όλη την υπόθεση, έπιασα το κόλπο»·
- παλιό
κόλπο, α. τέχνασμα, στρατηγική, που είναι γνωστή, γιατί έχει
επαναληφθεί πολλές φορές, και, ως εκ τούτου, είναι γνωστή και δε θα αποδώσει:
«κοίτα να σκεφτείς κάτι άλλο να τον ξεγελάσεις, γιατί αυτό που σκέφτεσαι είναι
παλιό κόλπο και θα το ξέρει». β. τέχνασμα, στρατηγική με σίγουρο το
θετικό αποτέλεσμα, γιατί είναι δοκιμασμένη από παλαιότερη χρησιμοποίησή της:
«αν θες να τον ρίξεις για να σε βοηθήσει, θα κάνεις αυτό που σου λέω. Παλιό
κόλπο και σίγουρο»·
- παλιό
το κόλπο! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που αντιληφθήκαμε πως θέλει να μας
ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «δώσε μου τώρα χίλια ευρώ και μέσα σε μια ώρα θα
σου φέρω δυο. -Παλιό το κόλπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσε και
πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι μας τεντωμένο προς το μέρος
του για να τον κρατήσουμε σε κάποια απόσταση από εμάς·
- στήνω
κόλπο, α. προετοιμάζω δουλειά, επιχείρηση, ιδίως παράνομη και μικρής
συνήθως διάρκειας: «στήνει ένα κόλπο, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο χρήμα». β.
επινοώ κάποιο τέχνασμα ή πλεκτάνη για να τη χρησιμοποιήσω σε βάρος κάποιου και
να ωφεληθώ: «έστησε ένα κόλπο για να του φάει τα λεφτά». γ. (στη γλώσσα
του χαρτοπαιγνίου) προετοιμάζω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «στήσε κανένα κόλπο να
περάσει η ώρα μας!»·
- το
κάνω (για) κόλπο, προσποιούμαι, υποκρίνομαι: «μην πιστεύεις πως πονάει τόσο
πολύ, γιατί το κάνει κόλπο»· βλ. και φρ. του κάνω (ένα) κόλπο·
- του
κάνω (ένα) κόλπο, κάνω κάποιον ελιγμό και τον ξεγελώ: «μόλις είδα πως πήγε
να με στριμώξει, του ’κανα ένα κόλπο και την κοπάνησα»·
- το
’φαγα το κόλπο, ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «από δω μ’ είχε με τα λόγια, από
κει μ’ είχε με τις γαλιφιές, στο τέλος το ’φαγα το κόλπο και μου πήρε τα λεφτά»·
- χοντρό
κόλπο, μεγάλη δουλειά, ιδίως παράνομη και μικρής διάρκειας, μεγάλη απάτη,
μεγάλη κομπίνα: «δεν ξέρω τι ακριβώς ετοιμάζει, αλλά θα πρέπει να ’ναι χοντρό κόλπο».