κολόνα,
η, ουσ.
[<ιταλ. colonna], η κολόνα. 1. οτιδήποτε έχει τη μορφή κολόνας:
«κοίτα τη δεξιά κολόνα της σελίδας || χωριστήκαμε σε τρεις κολόνες και
περιμέναμε τη σειρά μας». 2. οτιδήποτε υποστηρίζει, στηρίζει κάτι:
«κολόνα της δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου,
Περαία αθάνατε της εργατιάς κολόνα, Πασαλιμάνι, Κοκκινιά, Καμίνια,
Δραπετσώνα). 3. στον πλ. οι κολόνες (βλ. λ.)·
- έμεινα
κολόνα, βλ. συνηθέστ. έμεινα στήλη άλατος, λ. στήλη·
- κολόνα
κολόνα, α. προχωρώντας με δυσκολία, παραπατώντας, ιδίως λόγω μέθης:
«κάθε βράδυ που φεύγει απ’ την ταβέρνα, παίρνει κολόνα κολόνα το δρόμο για το
σπίτι του». (Τραγούδι: και ξεκινώντας τα βράδια κολόνα κολόνα να
κοιμηθούμε πηγαίνουμε στον Παρθενώνα). β. προχωρώντας αργά αργά και
με προφυλάξεις: «μόλις βγήκαν οι άλλοι απ’ το μπαράκι, τους πήρε στο ξοπίσω
κολόνα κολόνα». Συνών. τοίχο τοίχο·
- κολόνα
πάγου, ειδικό κομμάτι πάγου σε κατάλληλο μέγεθος και σχήμα, που το
χρησιμοποιούσαν παλιότερα στις παγωνιέρες, η παγοκολόνα: «κάθε μέρα ο παγοπώλης
άφηνε έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού μας δυο κολόνες πάγου»·
- κολόνα
του σπιτιού, ο άντρας, ο σύζυγος, ο πατέρας ως στήριγμα της οικογένειας: «απ’
τη μέρα που χάσαμε την κολόνα του σπιτιού μας, ζούμε μέσα στην ανασφάλεια και
στο φόβο». (Λαϊκό τραγούδι: τι πόνους κρύβει μες την καρδιά του το μαρτυράνε
τ’ άσπρα μαλλιά του, του σπιτιού κολόνα είναι ο πατέρας, σαν το βράχο
στέκει σ’ ό,τι κι αν συμβεί).