κολλητσίδα,
η, ουσ. [<μσν.
κολλητσίδα <κολλητός + κατάλ. -ίδα], η κολλητσίδα· αυτός που προσκολλάται σε
μια παρέα ή σε ένα άτομο απρόσκλητος, ο ενοχλητικός, ο φορτικός: «είναι μεγάλη
κολλητσίδα αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό, μόλις τον βλέπουν οι άλλοι, αλλάζουν
δρόμο». Αναφορά στο ομώνυμο φυτό που οι βλαστοί και τα σπέρματά του περιέχουν
κολλητική ουσία·
- μου
’γινε κολλητσίδα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν κολλητσίδα·
- μου
κόλλησε σαν κολλητσίδα, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου για να αποκομίσει
διάφορα οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο
απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «όλοι μου κόλλησαν σαν κολλητσίδα, μόλις
έμαθαν πως κέρδισα το λαχείο || επειδή είμαι γνωστός στην πόλη μας και γνωρίζω
τους πάντες, μου κόλλησε σαν κολλητσίδα και καμαρώνει κι αυτός δίπλα μου σαν
φίρμα || απ’ τη μέρα που με γνώρισε, μου κόλλησε σαν κολλητσίδα, γιατί δεν έχει
άλλους φίλους». Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν βδέλλα /
μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι
/ μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο
/ μου κόλλησε σαν τσίχλα·