κόλλημα,
το, ουσ.
[<αρχ. κόλλημα <κολλῶ], το κόλλημα. 1. ενοχλητική, φορτική
προσκόλληση κάποιου σε κάποιον: «μου ’κανε τέτοιο κόλλημα, που κάποια στιγμή
μου ’ρθε τρέλα». 2. προκλητική παρενόχληση: «αφού του ’κανε τέτοιο
κόλλημα, τον δικαιολογώ που τον πλάκωσε στο ξύλο». 3. επίμονη
παρενόχληση ατόμου με ερωτική διάθεση: «δεν του ’δωσε σημασία η πιτσιρίκα κι
έμεινε μόνο με το κόλλημα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η έλλειψη
δυνατότητας κάποιου να σκεφτεί, επειδή βρίσκεται σε κατάσταση μέθης, ευφορίας
από τη χρήση ναρκωτικού: «το κόλλημα του καθενός είναι διαφορετικό». 5. στον
πλ. τα κολλήματα (βλ. λ.)·
- έχει
κόλλημα, α. είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, σε ένα άτομο και
ασχολείται συνέχεια με αυτό: «έχει κόλλημα πως τον απατά η γυναίκα του και
κοντεύει να τρελαθεί ο φουκαράς». β. αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία,
κάποιο εμπόδιο, ιδίως στη δουλειά του: «έχει ένα κόλλημα στη δουλειά του, γι’
αυτό δε θα μπορέσει να ’ρθει μαζί μας». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών)
δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί, αδυνατεί να σκεφτεί, επειδή βρίσκεται σε
κατάσταση μέθης, ευφορίας από τη χρήση ναρκωτικού: «με το κόλλημα που έχει, δεν
μπορεί να σου πει πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- έχει
κόλλημα στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- τραβάει
κόλλημα, βλ. φρ. έχει κόλλημα·
-
τρώει κόλλημα, (στη
νεοαργκό) σκέφτεται επίμονα κάτι, είναι προσκολλημένο σε μια ιδέα, σε ένα άτομο
και ασχολείται συνέχεια μ’ αυτό: «κάθε φορά που κάθεται μπροστά στο κομπιούτερ
του, τρώει κόλλημα και τον βρίσκει το πρωί || λίγο να λείψει η γυναίκα του απ’
το σπίτι, τρώει κόλλημα πως έχει γκόμενο».