κολάρο,
το, ουσ.[<ιταλ.
collaro <μσν. λατιν. collarium]. 1. πρόσθετος σκληρός
γιακάς, ιδίως σε άσπρο επίσημο πουκάμισο: «το κολάρο σου είναι λερωμένο». 2.
το περιλαίμιο των ζώων, ιδίως των σκύλων: «επειδή έχω χάσει το κολάρο του, δεν
έβγαλα το σκύλο μου βόλτα απόψε || στο κολάρο του σκύλου μου έχω γραμμένο το
τηλέφωνό μου σε περίπτωση που θα χαθεί». 3. ο αφρός της μπίρας στα χείλη
του ποτηριού: «θέλω να μου φέρεις ένα ποτήρι μπίρα με κολάρο»·
- θα
στο περάσω κολάρο, βλ. φρ. θα στο φορέσω κολάρο·
- θα
στο φέρω κολάρο, βλ.
συνηθέστ. θα στο φορέσω κολάρο·
- θα
στο φορέσω κολάρο, (απειλητικά
ή προειδοποιητικά) θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με αυτό που κρατώ στα χέρια μου και
θα το φτάσω ως το λαιμό σου: «πάψε να με κοροϊδεύεις, γιατί θα στο φορέσω
κολάρο το κάδρο που έχω για κρέμασμα!»·
- μου
’γινε στενό κολάρο, μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «μου ’γινε
στενό κολάρο για να του δανείσω κάτι λεφτά»·
- τ’ άσπρα
κολάρα, βλ. φρ. τα ψηλά κολάρα·
- τα
σκληρά κολάρα, βλ. φρ. τα ψηλά κολάρα. (Τραγούδι: ο άντρας που θα
παντρευτώ θα είναι από σόι, σκληρό κολάρο θα φορά θα ’χει χρυσό ρολόι)·
- τα ψηλά κολάρα, οι αρχές, οι
επίσημοι της πολιτείας ή αυτοί που ανήκουν στην αριστοκρατία: «μετά από το
σεισμό ήρθαν στην περιοχή μας τα ψηλά κολάρα για να δουν από κοντά τις
καταστροφές». Από το ότι τα ψηλά κολάρα φοριούνται συνήθως από τους επισήμους·
- του
το πέρασα κολάρο, βλ. φρ. του το φόρεσα κολάρο·
- του
το ’φερα κολάρο, βλ.
συνηθέστ. του το φόρεσα κολάρο·
- του το φόρεσα κολάρο, τον
χτύπησα στο κεφάλι με το αντικείμενο που κρατούσα στα χέρια μου και το κατέβασα
ως το λαιμό του: «σήκωσα το κάδρο και του το φόρεσα κολάρο || επειδή τον
ειρωνευόταν συνέχεια, άρπαξε την κιθάρα του και του τη φόρεσε κολάρο».