κοκόρι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κόκορας], το κοκόρι·
-
γεννούν και τα κοκόρια του, πρόκειται
για πάρα πολύ τυχερό άνθρωπο: «ρε συ, αυτουνού γεννούν και τα κοκόρια του, κι
αμφιβάλλεις αν θα προλάβει να σου τελειώσει τη δουλειά;». Συνών. γεννούν κι
οι πετεινοί του·
- η
αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει, βλ. λ. αλεπού·
- λάλησαν
τα κοκόρια, ξημέρωσε: «έφυγε για τη δουλειά του, πριν ακόμα λαλήσουν τα
κοκόρια»·
- μαλώνουν
σαν κοκόρια ή μαλώνουν σαν τα κοκόρια, τα δυο άτομα για τα οποία
γίνεται λόγος, καθώς μαλώνουν, χτυπάει το ένα το άλλο και οπισθοχωρεί για να
ξαναορμήσει (με τον τρόπο δηλ. που μαλώνουν και τα κοκόρια): «δεν ευχαριστιέσαι
να βλέπεις τέτοιο μάλωμα, γιατί μαλώνουν σαν τα κοκόρια»· βλ. φρ. τρώγονται
σαν κοκόρια·
-
ξυπνώ με τα κοκόρια, ξυπνώ
πάρα πολύ πρωί: «η δουλειά μου είναι έξω απ’ την πόλη, γι’ αυτό, κάθε πρωί
ξυπνώ με τα κοκόρια»·
- όπου
λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, όπου δε διευθύνει ένας, αλλά
μπερδεύονται πολλοί ο καθένας με τη γνώμη του, τότε τα αποτελέσματα δεν είναι
καλά, είναι αρνητικά: «πρέπει ένας ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της δουλειάς, γιατί,
όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει». Συνών. οι πολλοί μάγειροι
χαλούν τη σούπα / πολλές μαμές, στραβό το παιδί·
- σηκώνομαι
με τα κοκόρια, βλ. φρ. ξυπνώ με τα κοκόρια·
- τρώγονται
σαν κοκόρια ή τρώγονται σαν τα κοκόρια, τα δυο άτομα για τα οποία γίνεται
λόγος, δε συμφωνούν σε τίποτα, τα διακρίνει έντονη αντιπαλότητα και μαλώνουν
συνέχεια (όπως δυο κοκόρια στο ίδιο κοτέτσι): «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας
τους, τρώγονται σαν τα κοκόρια»·
- φαγώνονται
σαν κοκόρια ή φαγώνονται σαν τα κοκόρια, βλ. φρ. τρώγονται σαν
κοκόρια.