αλλού, επίρρ. [<μσν. ἀλλοῦ <αρχ. ἄλλος],
αλλού. 1. σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο: «τον έστειλα στο σπίτι σου κι
αυτός ο βλάκας πήγε αλλού». 2. σε άλλον άνθρωπο: «τον έστειλα σε σένα κι
αυτός πήγε αλλού». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου
εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια).
(Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αγαπώ
αλλού, α. έχω ήδη κάποια ερωτική σχέση, είμαι δεσμευμένος: «όμορφη η
κοπέλα που μου γνώρισες, αλλά δεν είμαι για τίποτα περισσότερο, γιατί αγαπώ
αλλού». β. έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα από εκείνα που είχα: «κάποτε
διασκέδαζα κι εγώ στα μπουζούκια, εδώ και πολλά χρόνια όμως αγαπώ αλλού»·
- αλλού
αυτά! λέγεται σε ψεύτες ή υποκριτές που δε γίνονται πια από εμάς πιστευτοί
(και τους προτρέπουμε αόριστα να πάνε σε άλλους να πούνε τις ψευτιές τους ή να
πάνε σε άλλους να τους κοροϊδέψουν ή να τους εξαπατήσουν). Συνοδεύεται συνήθως
από απωθητική χειρονομία ή χειρονομία αδιαφορίας·
- αλλού
βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- αλλού
βρέχει, α. λέγεται για άτομο που δεν προσέχει, που του είναι
αδιάφορο αυτό που λέγεται ή που συμβαίνει: «μια ώρα τον συμβουλεύω, αλλά αυτός
αλλού βρέχει». β. δεν υπάρχει καθόλου κατανόηση, υπάρχει πλήρης
αδιαφορία: «τους είπα χίλιες φορές να τακτοποιήσουν αυτά τα πράγματα, αλλά
αυτοί αλλού βρέχει». Συνών. πέρα βρέχει·
- αλλού
βρέχει και βροντά, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- αλλού
γι’ αλλού, σε διάφορες μεριές, εδώ κι εκεί, ακατάστατα: «αφήνει αλλού γι
αλλού τα πράγματά του και, όταν τα χρειαστεί, κάνει με τις ώρες να τα βρει»·
- αλλού
κι αλλού μπορεί να…, βλ. φρ. αλλού κι αλλού ξέρει να(…)·
-
αλλού κι αλλού ξέρει να…, λέγεται
για άτομο που δε συμπεριφέρεται και σε εμάς με τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται
σε άλλους, ενώ θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί το ίδιο: «αλλού κι αλλού ξέρει να
δίνει τα χρέη του, ενώ σε μας κάνει το κορόιδο»·
- αλλού
λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού
με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αλλού
με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού
να τα λες αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!)·
-
αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ.
φρ. αλλού αυτά(!). Πρβλ.: αυτά τα ψευτομάγκικα αλλού να πουλήσεις και
σαν ιππότης μίλα μου, αν θες να με κερδίσεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- αλλού
ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- αλλού
πατάει κι αλλού βρίσκεται, α. είναι αποπροσανατολισμένος,
μπερδεμένος, δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «έχει τέτοιο μπέρδεμα στη δουλειά του,
που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται ο φουκαράς». β. είναι πολύ
μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας επικίνδυνα: «πρόσεχέ τον όταν πίνει πολύ,
γιατί αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται και μπορεί να πέσει στη μέση του δρόμου»·
βλ. και φρ. εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, λ. εδώ·
- αλλού
τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα (θαύμα), βλ. λ. όνειρο·
- αλλού
τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- αλλού
τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- αλλού
το πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, επιδιώκει κάτι διαφορετικό
από αυτό που δείχνει: «απ’ ό,τι λέει, θέλει να σε βοηθήσει, αλλά πρέπει να
προσέχεις, γιατί έχω την εντύπωση πως αλλού το πάει»·
- αλλού
τρως και πίνεις, (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), α. λέγεται
ειρωνικά για γυναίκα που έχει ένα άντρα για να της εξυπηρετεί τις βιοτικές της
ανάγκες και έναν άλλον για να της εξυπηρετεί τις σεξουαλικές. β.
(γενικά) λέγεται για άτομο που, ενώ εξυπηρετείται ή βοηθιέται συστηματικά από
κάποιον, όταν του παρουσιάζεται κάποια ευχέρεια, προσφέρει σε άλλον·
- βρίσκεται
αλλού, α. (στη νεοαργκό) δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ζει
στον κόσμο του: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί
βρίσκεται αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται υπό την
επήρεια του ναρκωτικού: «δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί βρίσκεται αλλού»· βλ.
και φρ. είναι αλλού·
- εδώ
μένω κι αλλού φουρνίζω, βλ. λ. φουρνίζω·
- εδώ
πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού·
- είναι
αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι ονειροπαρμένος, είναι εκτός τόπου και
χρόνου: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι αλλού». β. αγαπάει άλλον
(άλλη): «πολύ μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, αλλά δυστυχώς είναι αλλού». γ.
(στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι ναρκομανής: «δεν τον κάνει κανείς παρέα,
γιατί είναι αλλού»· βλ. και φρ. βρίσκεται αλλού·
- είναι
αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι
αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι
απ’ αλλού, (αόριστα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι από
διαφορετικό τόπο ή χώρα από ό,τι εμείς: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά
αυτός είναι απ’ αλλού || εγώ είμαι απ’ την Ελλάδα, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού,
κι αν δεν κάνω λάθος απ’ την Ισπανία»·
- είναι
εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, είναι πολύ αφηρημένος: «πώς να καταλάβει τι του
λέω, αφού είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού»·
- είναι
κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές
που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν
πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι
στο πολύ αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι
εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να
συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στο πολύ αλλού». β. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) είναι πολύ εξαρτημένος από τα ναρκωτικά: «είναι στο πολύ αλλού
αυτός ο τύπος και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα»·
- εμείς
γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- έχει
αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει
άλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- η
ζωή είναι αλλού, βλ. λ. ζωή·
- ήρθε
απ’ αλλού, ήρθε από διαφορετικό δρόμο ή από άλλο τόπο ή χώρα: «εγώ ήρθα απ’
τον περιφερειακό κι ο τάδε ήρθε απ’ αλλού || ο τάδε ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη,
ενώ ο δείνα ήρθε απ’ αλλού || ο αδερφός μου ήρθε απ’ τη Γερμανία κι ο φίλος του
απ’ αλλού»·
- και
τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- μ’
έστειλε αλλού, (στη νεοαργκό) α. (για ποτά) μέθυσα πάρα πολύ, δεν
ήξερα τι μου γινόταν από το μεθύσι: «ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι, που με την
πρώτη γουλιά μ’ έστειλε αλλού». β. δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για
σύναψη ερωτικής σχέσης, έφαγα χυλόπιτα: «μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η γυναίκα,
αλλά μόλις τις τα ’ριξα μ’ έστειλε αλλού». Συνών. μ’ έστειλε για τσάι·
- ο
Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο
νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο
νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο
νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- πατάει
αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πατάει
αλλού κι αλλού, παραπατάει από το πολύ μεθύσι που έχει ή βρίσκεται κάτω από
την επήρεια ναρκωτικού: «τον είδα άγρια μεσάνυχτα, που γυρνούσε στο σπίτι του,
και πατούσε πάλι αλλού κι αλλού»·
- πατάει
εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πού
αλλού; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος βρίσκεται εκεί που
συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού είναι
(ο τάδε): «πού είναι το φιλαράκι σου; -Πού αλλού; Στο μπαρ»·
- πού
αλλού, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν βρίσκεται
το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος στο μέρος που μας αναφέρει, από τη στιγμή
που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται εκεί: «πάλι στο μπαρ είναι ο φίλος
σου; -Πού αλλού». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το
μυαλό του πάει αλλού ή
πάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το
μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το
μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το
πάει αλλού, βλ. φρ. αλλού το πάει·
- το
χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- φέρνει
τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνει
την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα.