κοκοράκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κόκορας], το κοκοράκι. 1. (ειρωνικά) ο άντρας που
εκσπερματώνει αμέσως κατά την ερωτική πράξη: «ποια γυναίκα να πάει μ’ αυτό το
κοκοράκι, αφού, πριν καλά καλά αρχίσει, έχει κιόλας τελειώσει!». Από παρομοίωση
με τον κόκορα, που, μόλις ανεβεί πάνω στην κότα, κατεβαίνει. 2.
(ειρωνικά) ο άντρας που καυχιέται πως κάνει σε μια μέρα πολλές φορές έρωτα ή
πως κάνει έρωτα σε μια μέρα με πολλές διαφορετικές γυναίκες: «και τι ’σαι ρε,
που κάνεις πέντε φορές τη μέρα έρωτα, κοκοράκι;». Αναφορά στον κόκορα, που
βρίσκεται μέσα στο κοτέτσι με πολλές κότες και μπορεί να πηγαίνει με
οποιαδήποτε θέλει. 3. (στη γλώσσα της αργκό) η κλειτορίδα: «πάντα
επιδιώκει να της γαργαλάνε το κοκοράκι της». Από παρομοίωση της σάρκινης
έκφυσης του γυναικείου αιδοίου με το λειρί του κόκορα. 4. είδος
χτενίσματος, που έκαναν οι νεαροί τη δεκαετία του 1950 και αρχές της δεκαετίας
του 1960, δημιουργώντας μια μπούκλα πάνω από το μέτωπό τους για λόγους ομορφιάς
ή εντυπωσιασμού: «καθόταν μια ώρα μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξει το
κοκοράκι του». Από παρομοίωση της μπούκλας με το λειρί του κόκορα. 5.
(στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χάρτινο φακελάκι που περιέχει ηρωίνη: «του ’δωσε
κρυφά με το ’να χέρι το κοκοράκι και με τ’ άλλο πήρε τα λεφτά». Από παρομοίωση
με το χάρτινο φακελάκι, που περιείχε φαρμακευτική άσπρη σκόνη, η οποία
χρησίμευε ως παυσίπονο για τον πονοκέφαλο και είχε ως σήμα κατατεθέν έναν
κόκορα.. 6. οι ψηλές νότες στο τραγούδι, ιδίως οι παράφωνες: «όταν
αρχίζει τα κοκοράκια αυτός ο τραγουδιστής, σου κάνει τα νεύρα σου τιράντες». 7.
η ξαφνική ψηλή νότα της ομιλίας, που είναι και παράτονη: «όταν είμαι κρυωμένος,
μου φεύγουν κάθε τόσο κοκοράκια καθώς μιλάω». Από παρομοίωση του λαλήματος του
κόκορα που, πολλές φορές, όταν βρίσκεται σε υψηλή ένταση ή όταν βρίσκεται στην
κατάληξή του είναι παράφωνο·
- βγάζω
κοκοράκια, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που θ’ ανοίξει το στόμα του,
βγάζει κοκοράκια». Από παρομοίωση της βλακείας με την παραφωνία.