κοκό,
το, ουσ. [από τη
νηπιακή γλώσσα], 1. το γλυκό, το γλύκισμα και στον πλ. τα κοκά, τα
γλυκίσματα γενικά: «ήρθε η νονά και μας έφερε κοκά». 2. (ειρωνικά) η σεξουαλική
πράξη: «πήρε την γκόμενα και πήγε για κοκό». 3. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) η κοκαΐνη: «ήρθε απ’ το εξωτερικό κι έφερε κοκό μαζί του»·
- θέλει
κοκό, α. (και για τα δυο φύλα) θέλει να επιβάλει ή να υποστεί τη
σεξουαλική πράξη: «μόλις δει καμιά ωραία γυναίκα θέλει κοκό || κάθε φορά που
βλέπει ωραίο άντρα αυτή η γυναίκα, θέλει κοκό». β. (ειδικά για άντρα)
είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «τόσο ωραίο παλικάρι και να θέλει κοκό!»·
- πέφτω
με τα μούτρα στο κοκό, βλ. λ. μούτρο·
- ρίχνομαι
με τα μούτρα στο κοκό, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κοκό.