κοκίτης,
ο, ουσ.
[<νεότ. κοκκύτης, από το αρχ. κόκκυ (= κούκου!) + κατάλ. -ίτης], ο κοκίτης· άνθρωπος
που μας προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια με τη φορτικότητά του, ο πολύ ενοχλητικός,
ο πολύ φορτικός: «πρόσεχε μη σε κολλήσει ο τάδε, γιατί είναι τόσο κοκίτης, που
θα στενάξεις μέχρι να τον ξεφορτωθείς». Από την εικόνα του μικρού παιδιού που
πάσχει από κοκίτη, αρρώστια που εκδηλώνεται με επίμονο και ενοχλητικό βήχα·
- γίνομαι
κοκίτης, γίνομαι πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός σε κάποιον: «αμάν, ρε
παιδάκι μου, άδειασέ μας τη γωνιά, γιατί μας έγινες κοκίτης».