κοιτάζω
κ. κοιτώ κ.
κοιτάω, ρ. [<αρχ. κοιτάζω <κοίτη], κοιτάζω. 1. ενδιαφέρομαι,
φροντίζω, προσπαθώ, επιδιώκω: «κοίτα να βάλεις το γιο μου σε καμιά δουλειά».
(Λαϊκό τραγούδι: άσ’ το φέρσιμο που είχες το διπρόσωπο, κοίτα τώρα να
με βγάλεις ασπροπρόσωπο). 2. ενδιαφέρομαι, προσέχω: «κοιτάζει μόνο
τη δουλειά του». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει καπετάνιε
τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε
να βρεις). 3. έχω υπό την προσοχή μου, νοιάζομαι, περιποιούμαι,
φροντίζω: «έχω να κοιτάξω άρρωστη γυναίκα και δυο μικρά παιδιά || δεν μπορώ να
ξενυχτάω, γιατί κοιτάζω τη μάνα μου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να πεθάνω, θέλω
να πεθάνω, θέλω να πεθάνω για να μην πονώ, μα ποιος θα κοιτάξει το
φτωχόσπιτό μου, όταν θ’ απομείνει έρμο κι ορφανό). 4. αποβλέπω: «μ’
αυτό το δώρο που σου ’κανε, να δεις που κοιτάζει να του αναθέσεις τη δουλειά». 5.
εξετάζω άρρωστο: «τον κοίταξε ο γιατρός και τον βρήκε εντάξει». 6.
προσέχω: «κοιτάζει να μιλάει πάντα προσγειωμένα || κοίταξε μην πεις πάλι καμιά
κοτσάνα!». (Λαϊκό τραγούδι: μην παραπονιέσαι πως δεν σε κοιτάζει κι
ότι τώρα πλέον σε παραμελεί, ξέρεις πως στα χείλη ψάρι του ’χεις ψήσει, έχει
δίκιο το παιδί). (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- για
κοίτα! ή για κοίταξε! απειλητική έκφραση σε κάποιον, που μας
συμπεριφέρεται ενοχλητικά ή άπρεπα, να διορθώσει τη συμπεριφορά του, γιατί δε
θα του βγει σε καλό: «για κοίταξε, πάψε να μ’ ενοχλείς, γιατί θα φας ξύλο!»·
- δε
θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια
σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δεν
κοιτάς τα χάλια σου! ή δεν κοιτάς το χάλι σου! βλ. λ. χάλι·
- δεν
κοιτάς την τύφλα σου! βλ. λ. τύφλα·
- δεν
πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- είναι
μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), βλ. λ. μέσα·
- η
κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- η
κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η
μύτη του κοιτά το ταβάνι, βλ. λ. μύτη·
- κάποιου
του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κοίτα
εκεί! βλ. λ. εκεί·
- κοίτα
δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- κοίτα
καλά, βλ. λ. καλός·
- κοίτα
με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα
με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κοίτα
να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή κάποιου σε
κάτι: «κοίτα να πληρώσεις το χαρτόσημο στην εφορία, γιατί μετά έχει και
πρόστιμο || κοίτα να ’ρθεις νωρίς το βράδυ στο σπίτι, γιατί θα ’χουμε επισκέψεις»·
- κοίτα
να δεις ή κοίταξε να δεις, α. πρόσεξε καλά. (Λαϊκό τραγούδι: για
πρόσεξέ με, βλάμισσα, κοίτα με και στη μούρη, κοίτα να δεις αν
φαίνομαι, αν μοιάζω για καψούρι). β. παρακλητική έκφραση σε κάποιον
για κάποια εξυπηρέτηση: «κοίταξε να δεις, σε παρακαλώ, μια και πας στο
περίπτερο παίρνεις και για μένα ένα πακέτο τσιγάρα;». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε
να δεις πιο νωρίς ξεκίνα κι αν το θυμηθείς, πότισε τη γλάστρα και
την καρδερίνα)·
- κοίτα
ποιος μιλάει! ή κοίταξε ποιος μιλάει! ζωηρή απορία ή ξάφνιασμα για
κάποιον που, ενώ είναι άσχετος με μια υπόθεση, προσπαθεί να επιβάλει τη γνώμη
του ή να κατευθύνει τις γνώμες των άλλων, ή, ενώ είναι υπόλογος για κάποια
πράξη του, κατηγορεί άλλους που έχουν υποπέσει στο ίδιο σφάλμα ή που, ενώ έχει
πάθει μια ζημιά, ειρωνεύεται άλλους που έχουν πάθει την ίδια ζημιά. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με
την οποία ο ομιλητής δείχνει υποτιμητικά με το χέρι του και πιο σπάνια με ένα
νεύμα του κεφαλιού του το άτομο στο οποίο απευθύνεται·
- κοίτα
που στο τέλος θα βγούμε συγγενείς, βλ. λ. συγγενής·
- κοίτα
πράματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κοίτα
τη μάπα σου στον καθρέφτη, βλ. λ. καθρέφτης·
- κοίτα
το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, βλ. λ. καθρέφτης·
- κοιτάζει
με γυάλινα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κοιτάζει
σαν ξερολούκουμο (κάποιον, κάποια), βλ. λ. ξερολούκουμο·
- κοιτάζει
τη βολή του ή κοιτάζει μόνο τη βολή του ή κοιτάζει όλο τη βολή
του, βλ. λ. βολή1·
- κοιτάζει
την ευκολία του ή κοιτάζει μόνο την ευκολία του ή κοιτάζει όλο
την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
- κοιτάζει
την τσέπη του ή κοιτάζει μόνο την τσέπη του ή κοιτάζει όλο την
τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- κοιτάζει
τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο
του, βλ. λ. κώλος·
- κοιτάζω
αφ’ υψηλού (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. υψηλός·
- κοιτάζω
κατάματα (κάτι), βλ. λ. κατάματα·
-
κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή
κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω
με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. λ. στόμα·
-
κοιτάζω με νόημα (κάποιον), βλ. λ. νόημα·
- κοιτάζω
με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- κοιτάζω
με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- κοιτάζω
με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- κοιτάζω
μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- κοιτάζω
πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κοιτάζω
σαν χαζός, βλ. λ. χαζός·
- κοιτάζω
τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κοιτάζω
την κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κοιτάζω
την πάρτη μου, βλ. λ. πάρτη·
- κοιτάζω
το συμφέρον μου, βλ. λ. συμφέρον·
- κοιτάζω
τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- κοίταξε
καλά! βλ. λ. καλός·
- κοίταξέ
με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- μην
κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη ή μην κοιτάς τα
στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- να
κοιτάς τη δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- να
κοιτάς την καμπούρα σου! βλ. λ. καμπούρα·
- όλοι
κοιτάζουν τον καβγά, κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος
κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος
ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει, βλ. λ. ψηλός·
- όταν
γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν
μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τη
γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- το
μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- τον
κοιτάζει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον
κοιτάζω απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ή τον κοιτάζω απ’ την κορφή ως τα
νύχια, βλ. λ. κορφή·
- τον
κοιτάζω κατάματα, βλ. λ. κατάματα·
- τον
κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
κοιτάζω σαν Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον
κοιτάζω στα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- τον
κοιτάζω στα μάτια, βλ. λ. μάτι.