κοινωνία,
η, ουσ. [<αρχ.
κοινωνία], η κοινωνία. 1. σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν σε ένα τόπο και
δημιουργούν έναν τρόπο ζωής και σκέψης, οι θεσμοί που διέπουν την καθημερινή
δραστηριότητα και αντίληψη ενός λαού ή ενός συγκεκριμένου πληθυσμού: «όλη η
κοινωνία τον καταδίκασε για τις πράξεις του || η κρητική κοινωνία έχει δικούς
της νόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις
γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα και σε κατηγορώ). 2. (γενικά) ο κόσμος.
(Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσια θα στο πω, δεν κάνουμε μαζί χωριό και για
την κοινωνία). 3. ο εκτός φυλακής κόσμος: «μόλις βγω πάλι
στην κοινωνία, θα γίνω άλλος άνθρωπος». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- ανεβαίνω
τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- απόβλητο
της κοινωνίας, βλ. λ. απόβλητο·
- απόβρασμα
της κοινωνίας, βλ. λ. απόβρασμα·
- βγαίνω
στην κοινωνία, α. αρχίζω τη βιοπάλη για να κερδίσω τη ζωή μου:
«μικρός μικρός βγήκε στην κοινωνία για να κερδίσει το ψωμί του». β.
αποφυλακίζομαι: «κοίταξε να βάλεις μυαλό, τώρα που βγαίνεις πάλι στην κοινωνία»·
- γαμώ
την κοινωνία μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως
η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ την κοινωνία μου, γαμώ, όλα τα
στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ.
γαμώ·
- γαμώ
την κοινωνία σου! ή σου γαμώ την κοινωνία! α. επιθετική
έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα:
«γιατί, γαμώ την κοινωνία σου, δεν απαντάς όταν σε φωνάζω! || σου γαμώ την
κοινωνία αν δεν απαντήσεις άλλη φορά όταν σε φωνάζω!». β. εκστομίζεται
και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια!
λ. γαμώ·
- δεν
έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, βλ. λ. μούτρο·
- δουλεύει
όλη την κοινωνία, βλ. φρ. δουλεύει όλο τον κόσμο, λ. κόσμος·
- έγινε
ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε
ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έρχομαι
εις γάμου κοινωνία(ν), βλ. λ. γάμος·
- έχω
πρόσωπο στην κοινωνία, βλ. λ. πρόσωπο·
- η Αγία
Κοινωνία, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η
Θεία Κοινωνία, η μετάληψη των πιστών μετά από νηστεία και εξομολόγηση:
«κάθε χρόνο τις μέρες πριν απ’ το Πάσχα νηστεύω κι έπειτα λαμβάνω τη Θεία
Κοινωνία»·
- η
Θεία Μετάληψη, βλ. φρ. η Θεία Κοινωνία·
- η
καλή κοινωνία, α. η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία: «όταν δίνει δεξίωση
ο τάδε, μαζεύει την καλή κοινωνία της πόλης μας». β. λέγεται και με
ειρωνική διάθεση για το σύνολο των παράνομων μιας περιοχής ή ενός τόπου.
Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το όλη·
- η
υψηλή κοινωνία, βλ. φρ. η καλή κοινωνία·
- κακούργα
κοινωνία!(κενωνία!), έκφραση που χαρακτηρίζει αρνητικά ή περιφρονητικά την
κοινωνία, ή άποψη μεταξύ αστείου και σοβαρού πως για όλα τα δεινά του ανθρώπου
φταίει το κοινωνικό σύνολο. (Λαϊκό τραγούδι: μα ούτε μάτια εδάκρυσαν ούτε
καρδιές εράγισαν, άραγε ποιος να ’ναι αιτία, αχ κακούργα κοινωνία)·
- καλή
κοινωνία! α. ευχή δεσμοφύλακα σε αποφυλακιζόμενο, να ζήσει τίμια ζωή.
β. ευχή σε άτομο που πάει να μεταλάβει·
- κατακάθι
της κοινωνίας, βλ. λ. κατακάθι·
- κατεβαίνω
τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- κλειστή
κοινωνία, που δέχεται πολύ δύσκολα νέα μέλη στους κόλπους της: «οι μικρές
πόλεις, προπολεμικά, είχαν κλειστές κοινωνίες και δεν μπορούσε κανείς να μπει
εύκολα σ’ αυτές»·
-
κοροϊδεύει την κοινωνία, βλ. φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο, λ. κόσμος·
- τον
έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον
έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- του
γαμώ την κοινωνία, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον
βρήκε έξω απ’ το καφενείο και του γάμησε την κοινωνία μπροστά στον κόσμο». β.
τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον
κάλεσε ο διευθυντής του στο γραφείο και του γάμησε την κοινωνία || τον έπιασε
στα χέρια του και του γάμησε την κοινωνία». γ. εκστομίζεται και ως
βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.