κοιμάμαι
κ. κοιμούμαι,
ρ. [<αρχ. κοιμῶμαι], κοιμάμαι. 1. αδρανώ: «όλοι βγάζουν λεφτά με
τη σέσουλα κι αυτός κοιμάται». 2. δεν έχω ευστροφία, είμαι βραδύνους:
«για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί κοιμάται ο
άνθρωπος». 3. δεν αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου: «η γυναίκα του
κάθε βδομάδα αλλάζει γκόμενο κι αυτός κοιμάται». 4. χαλαρώνω την προσοχή
μου: «μην κοιμάσαι, γιατί θα σου την κοπανήσει». 5. (και για τα δυο
φύλα) κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι: «έχει κοιμηθεί μ’ όλους τους άντρες της
γειτονιάς || κοιμήθηκες ποτέ σου μ’ αυτή τη γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: με
ξυράφι θα χαράξω απόψε το κορμί μου για να έχω να θυμάμαι πως κοιμήθηκες μαζί
μου).6. (στη νεοαργκό) είμαι σε ένα χώρο, ιδίως με
ηλεκτρονικά ή άλλα παιχνίδια, για πολλές ώρες: «αν τον ψάχνεις, θα κοιμάται σίγουρα
σε κείνο το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά». 7. στο γ΄ εν. αορ. κοιμήθηκε, (εκκλησ.)
πέθανε: «τον προηγούμενο μήνα κοιμήθηκε ο γέροντας της μονής». (Λαϊκό τραγούδι:
Έλα ξερίζωσ’ την καρδιά μου σαν τον ανθό… Να μπω κι εγώ απ’ το χώμα χάμου να
κοιμηθώ). (Ακολουθούν 47 φρ.)·
- από
μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; συνηθίζεις να κοιμάσαι από την πλευρά του
κρεβατιού που ακουμπάει στον τοίχο ή από την πλευρά του βλέπει προς το δωμάτιο;
Στην περίπτωση που το κρεβάτι είναι στημένο στη μέση του δωματίου, η έξω πλευρά
θεωρείται αυτή που βρίσκεται προς την μπαλκονόπορτα·
- απόψε
με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αυτός
κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- γάτα
που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- κατά
πώς έστρωσες, θα κοιμηθείς ή κατά πώς στρώσεις, θα κοιμηθείς, βλ. λ.στρώνω·
-
κοιμάμαι, βαθιά, βλ. λ. βαθύς·
-
κοιμάμαι βαριά, βλ. λ. βαρύς·
-
κοιμάμαι ελαφρά, βλ. λ. ελαφρός·
- κοιμάμαι
ήσυχος, βλ. λ. ήσυχος·
- κοιμάμαι
και ξυπνάω, βλ. λ. ξυπνώ·
- κοιμάμαι
με άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- κοιμάμαι
με γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- κοιμάμαι
στα σανίδια, βλ. λ. σανίδι·
- κοιμάται
κι ονειρεύεται, βλ. λ. ονειρεύομαι·
- κοιμάται
μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- κοιμάται
με τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- κοιμάται
με τις κότες, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται
με το ένα μάτι ανοιχτό, βλ. λ. μάτι·
- κοιμάται
όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- κοιμάται
σαν αγγελούδι ή κοιμάται σαν τ’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κοιμάται
σαν αρνάκι ή κοιμάται σαν τ’ αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- κοιμάται
σαν αρνί ή κοιμάται σαν τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κοιμάται
σαν βόδι ή κοιμάται σαν το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- κοιμάται
σαν ζώο ή κοιμάται σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- κοιμάται
σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- κοιμάται
σαν πουλάκι ή κοιμάται σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- κοιμάται
σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- κοιμάται
τον αξύπνητο, βλ. λ. αξύπνητος·
- κοιμάται
τον ύπνο του δικαίου, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάται
του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοιμήθηκα
νέος και ξύπνησα γέρος, βλ. λ. γέρος·
- κοιμήθηκε
φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
- κοιμήσου
ήσυχος, βλ. λ. ήσυχος·
- μ’
αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- με
ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, βλ. λ. ανώτερος·
- με
παπά κοιμήθηκες; βλ. λ. παπάς·
- με
τις κότες ξυπνά, με τις κότες κοιμάται, βλ. λ. κότα·
- με
(το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις, βλ. λ. στραβός·
- μήπως
κοιμάμαι κι ονειρεύομαι; βλ. λ. ονειρεύομαι·
- ντύσου,
γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, λέγεται για άτομο που αδρανεί εντελώς, που
δεν έχει κανένα ιδανικό στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε μια μεγάλη
κληρονομιά, είναι ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου»·
- ο
καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, βλ. λ. Θεός·
- όποιος
δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης·
- όποιος
κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- όπως
έστρωσες, θα κοιμηθείς ή όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς, λέγεται σε
κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών, των πράξεών του: «όταν οι
άλλοι διάβαζαν, εσύ έτρεχες στις ακρογιαλιές, τώρα να μην παραπονιέσαι που
αυτοί μπήκαν στο πανεπιστήμιο κι έμεινες απ’ έξω, γιατί όπως έστρωσες, θα
κοιμηθείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ όλη τη φτώχεια μου σε πήρα να σε σώσω κι από
τον κόσμο τον κακό να σε γλιτώσω· τώρα να φύγεις· και μη παραπονεθείς, γιατί όπως
έστρωσες έτσι θα κοιμηθείς). Συνών. όπως έστρωσες θα πλαγιάσεις ή
όπως στρώσεις, θα πλαγιάσεις / ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις·
- όταν
πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- όρθιος
κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, βλ. λ. ξενοδοχείο·
- όταν
ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν, βλ. λ. Θεός·
-
ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, βλ. λ. λιοντάρι.