αλλιώς, επίρρ. [<μσν. ἀλλιῶς <ἀλλέως].
α. διαφορετικά: «κάτσε καλά, γιατί αλλιώς θα σε δείρω». (Λαϊκό τραγούδι:
άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα αλλιώς θα πάρω πέτρα).
β. όχι με αυτόν τον τρόπο, με άλλον, με διαφορετικό τρόπο: «θα το κάνω
αλλιώς, γιατί δε μ’ άρεσε με τον τρόπο που το έκανα». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ.λ. ρούχο·
- αλλιώς
τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για μια
κατάσταση που μας παρουσιάζεται διαφορετική από ό,τι περιμέναμε: «έλειψα δυο
μήνες στο εξωτερικό για λόγους υγείας κι είχα την εντύπωση πως στη δουλειά όλα
δούλευαν ρολόι, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, γιατί στη
δουλειά όλα είχαν γίνει μπάχαλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του·
- αλλιώς
τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για την
πορεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, που εξελίχθηκε διαφορετικά από ό,τι
περιμέναμε: «υπολόγιζα να τελειώσω γρήγορα τη δουλειά που είχα στα χέρια μου
για ν’ ασχοληθώ με τη δική σου, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε,
γιατί συνάντησα ένα σωρό δυσκολίες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για
τον εαυτό του·
- αμ
πώς, αλλιώς; έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει με
το πώς πρέπει να κάνει κάτι ή που ρωτάει αν πρέπει να κάνει έτσι κάτι
και στη συνέχεια αναφέρει ο ίδιος, με κάποιο ενδοιασμό, τον τρόπο με τον οποίο
πρέπει να το κάνει ή το δείχνει: «μάστορα, πώς πρέπει να συνεχίσω; Πρέπει να
βάλω πρώτα αυτό το μαδέρι κι ύστερα τ’ άλλο; -Αμ πώς, αλλιώς; || μάστορα έτσι
πρέπει να κάνω τη δουλειά; -Αμ πώς αλλιώς;»·
- αν
είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), βλ. λ. ήρθα·
- αν
θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. φρ. αν μπορείς κάνε κι αλλιώς·
- αν
μπορείς, κάνε κι αλλιώς, δηλώνει πως πρέπει να ενεργήσουμε αναγκαστικά με
τον τρόπο που μας υποδεικνύει κάποιος, πως δεν υπάρχει το περιθώριο για
εναλλακτικό τρόπο δράσης: «αφού αυτή είναι η επιθυμία του διευθυντή, αν μπορείς,
κάνε κι αλλιώς»·
- δε
γίνεται αλλιώς, βλ. λ. γίνομαι·
- είναι
που…, αλλιώς…, βλ. λ. που·
- εμ
πώς, αλλιώς; βλ. φρ. αμ πώς, αλλιώς(;)·
- έτσι
αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι,
αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- έτσι
ή αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι
κι αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- κι
έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- μια
έτσι, μια αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- μπορούμε
να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; έκφραση που δηλώνει
πως δεν υπάρχει δυνατότητα να ενεργήσουμε με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που
μας υποδεικνύει κάποιος: «στο τέλος του χρόνου πρέπει να υποβάλεις τη
φορολογική σου δήλωση. -Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μήπως. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του·
- ο
παλιός είναι αλλιώς, βλ. λ. παλιός·
- πάρ’
το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), (στη νεοαργκό) ανακάλεσε ή συμπεριφέρσου με
διαφορετικό τρόπο, γιατί αυτός με τον οποίο μιλάς ή συμπεριφέρεσαι δεν είναι ο
σωστός ή δε σε συμφέρει: «πάρ’ το αλλιώς, γιατί με τις αγριάδες δε βγαίνει
τίποτα». Από την εικόνα του ατόμου που δίνει οδηγίες σε κάποιον οδηγό να
παρκάρει ή να ξεπαρκάρει και του υποδεικνύει να στρίψει το τιμόνι του προς την
αντίθετη φορά·
- πώς
αλλιώς; με ποιον άλλον, με ποιον διαφορετικό τρόπο(;): «πώς αλλιώς μπορεί
να γίνει αυτό το πράγμα;». Πολλές φορές, δηλώνει πως καλώς ενεργήσαμε όπως
ενεργήσαμε, γιατί, κατά τη γνώμη μας ή την πείρα μας, δεν υπήρχε διαφορετικός
τρόπος: «για πες μας εσύ, ρε πολύξερε, πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει αυτό το
πράγμα;»·
- τη
μια έτσι την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- το
παίρνω αλλιώς, το παρεξηγώ: «εγώ του το ’πα για το καλό του κι αυτός το
πήρε αλλιώς».