κνούτο,
το, ουσ.
[<ρωσ. knut]. 1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που καταλήγουν σε
μεταλλικά σφαιρίδια, το οποίο αποτελούσε όργανο μαστιγώσεως στην τσαρική Ρωσία
(καταργήθηκε από τον Νικόλαο τον Α΄). 2. η ποινή του μαστιγώματος με
κνούτο, που μπορούσε να καταλήξει ακόμη και στο θάνατο·
- κνούτο
που σου χρειάζεται! βλ. συνηθέστ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται, λ. σανίδα.