κλωνάρι,
το, ουσ.
[<μσν. κλωνάριν], το κλωνάρι·
- αν
δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, α. αν
δεν προσπαθήσουμε σκληρά είναι αδύνατο να πετύχουμε στο σκοπό μας: «για να
γίνεις μεγάλος και τρανός όπως ονειρεύεσαι πρέπει να κοπιάσεις σκληρά, γιατί αν
δε φυσήξει ο άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει». β. δεν υπάρχει λόγος να γίνει
οποιαδήποτε ενέργεια αν δεν υπάρχει σοβαρή αιτία: «όλα πάνε μια χαρά μέσα στο
εργοστάσιο κι αν δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει».