κλουβί,
το, ουσ.
[<μσν. κλουβί(ον) <κλώβιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κλωβός], το κλουβί. 1.
πολύ μικρό διαμέρισμα ή δωμάτιο: «απορώ πώς μπορούν και ζουν έξι άτομα μέσα σ’
αυτό το κλουβί! || το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν σαν κλουβί». 2. (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας:
«όποια ομάδα παίζει στο κλουβί, φεύγει ηττημένη». 3. υποδηλώνει τον
περιορισμό των κινήσεων κάποιου και, κατ’ επέκταση, τη σκλαβιά του: «μπορεί να
μείνει σήμερα η νεολαία στο κλουβί!». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην
καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά, άλλαξα συνήθεια και ζωή ήμουν αϊτός μέσ’
στο κλουβί).Υποκορ. κλουβάκι, το·
-ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει
μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
-ζει σε χρυσό κλουβί, μεγαλώνει σε πολυτελέστατο
περιβάλλον, πλουσιότατα, αλλά στερείται την ελευθερία του: «είναι πλουσιόπαιδο,
δε λέω, αλλά απ’ τη στιγμή που ζει σε χρυσό κλουβί είναι για να τον λυπάσαι!»·
- κάλλιο
πουλάκι στο κλαδί, παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- μπαίνω
στο κλουβί, παντρεύομαι: «όταν μπεις κι εσύ στο κλουβί, θα καταλάβεις τη
γλύκα!». Πρβλ.: θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο σε κλουβί, για
μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- στριφογυρίζει
σαν (το) λιοντάρι στο κλουβί του, έχει έντονη την τάση της φυγής από
κάποιον χώρο στον οποίο τον έχουν περιορισμένο: «απ’ τη μέρα που τον έκλεισαν
στη φυλακή, στριφογυρίζει σαν το λιοντάρι στο κλουβί του»·
- τον
βάζω στο κλουβί, βλ. φρ. τον κλείνω στο κλουβί·
- τον
κλείνω στο κλουβί, α.
τον περιορίζω,
τον εγκλωβίζω: «κλείσε το γιο σου στο κλουβί, γιατί ξεσάλωσε τον τελευταίο
καιρό». β. τον φυλακίζω: «μετά την ομόφωνη απόφαση ανακριτή και
εισαγγελέα τον έκλεισαν στο κλουβί μέχρι να ορισθεί τακτική δικάσιμη».