κλότσος,
ο, ουσ.
[<μσν. κλότσος <ιταλ. calcio (= φτέρνα, λάκτισμα)], η δυνατή κλοτσιά:
«όπως έφευγε ο άλλος, πρόλαβε ο δικός σου και του ’δωσε έναν κλότσο στον κώλο»·
- άνθρωπος
του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
του κλότσου και του μπάτσου, βλ. φρ. τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο·
-
έφαγε κλότσο, βλ.
φρ. πήρε κλότσο·
-
κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
-
πήρε κλότσο, απολύθηκε
από τη θέση εργασίας του απροειδοποίητα και χωρίς να του δοθούν εξηγήσεις:
«πήρε κλότσο απ’ τη δουλειά, χωρίς να ξέρει κανείς το λόγο»·
- τον
έχουν από κλότσο κι από μπάτσο ή
τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου, δεν έχει καμιά υπόληψη, όλοι τον
υποτιμούν, τον περιφρονούν και του φέρονται με βίαιο και βάναυσο τρόπο: «είναι
ο τελευταίος μέσα στο εργοστάσιο κι όλοι τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο»·
- του
κάθισα έναν κλότσο, τον χτύπησα με το πόδι μου, τον κλότσησα: «μόλις
αρχίσαμε να μαλώνουμε, του κάθισα έναν κλότσο στ’ αρχίδια του και τον
γονάτισα».