κλοτσιά
κ. κλοτσά, η
ουσ. [<μσν. κλοτσέα <κλότσος + κατάλ. -ιά], χτύπημα με το πόδι: «έφαγε
μια κλοτσιά στο καλάμι, που στέναξε απ’ τον πόνο». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- δίνω
κλοτσιά ή δίνω κλοτσιές, κλοτσώ (βλ. λ.): «όταν είναι νευριασμένος,
δίνει κλοτσιές σαν αγριεμένο άλογο»·
- δώσ’
του κλοτσιά! ή δώσ’ του μια κλοτσιά! έκφραση με την οποία
προτρέπουμε κάποιον να διώξει βίαια κάποιον που έχει γίνει ενοχλητικός: «αφού
σου δημιουργεί κάθε τόσο προβλήματα, δώσ’ του μια κλοτσιά να ησυχάσει το κεφάλι
σου!»·
- είναι
για κλοτσιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο
τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού παρ’ όλο το πρόβλημα των πνευμόνων
του εξακολουθεί να καπνίζει, ε, είναι για κλοτσιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι
για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγα
κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγε
κλοτσιά, βλ. φρ. έφαγε κλότσο, λ. κλότσος·
- έφαγε
κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε
να κουνηθεί στον τάδε κι έφαγε τις κλοτσιές του»·
- έφυγε
με τις κλοτσιές, εκδιώχτηκε από κάπου βίαια και βάναυσα: «αφού δεν έπαιρνε
από λόγια, έφυγε με τις κλοτσιές»·
- θα
φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει
κλοτσιές ή θέλει τις κλοτσιές του, βλ. φρ. είναι για κλοτσιές·
- μου
’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- όποιος
παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- παίξαμε
κλοτσιές, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια: «πες ο ένας πες ο
άλλος, στο τέλος παρεξηγηθήκαμε και παίξαμε κλοτσιές»·
- πέφτουν
κλοτσιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις μάθαμε πως πέφτουν κλοτσιές στο
καφενείο, τρέξαμε όλοι να πάμε να δούμε»·
- πήρε
κλοτσιά, βλ. φρ. πήρε κλότσο, λ. κλότσος·
- πλακώνομαι
στις κλοτσιές, μαλώνω άγρια με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με τα πόδια:
«μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις κλοτσιές»·
- τον
έδιωξε με τις κλοτσιές, βλ. φρ. έφυγε με τις κλοτσιές·
- τον
πέταξε έξω με τις κλοτσιές, τον
εκδίωξε από κάποιο κλειστό χώρο με βίαιο, με βάναυσο τρόπο: «επειδή
δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στους συνέδρους, σηκώθηκε ο τάδε και τον
πέταξε έξω με τις κλοτσιές»·
- τον
πέθανα στις κλοτσιές, βλ.
φρ. τον τρέλανα στις κλοτσιές·
- τον
πλάκωσα στις κλοτσιές, τον
ξυλοκόπησα χτυπώντας τον επανειλημμένα με τα πόδια: «δεν άντεχα άλλο τις
βλακείες που έλεγε και τον πλάκωσα στις κλοτσιές»·
- τον
τάραξα στις κλοτσιές, τον
έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον με τα πόδια μου: «μόλις έβρισε τη
μάνα μου, σηκώθηκα και τον τάραξα στις κλοτσιές»·
- τον
τρέλανα στις κλοτσιές, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα χτυπώντας τον
επανειλημμένα με τα πόδια: «τον είχα από καιρό άχτι και μόλις τον συνάντησα τον
τρέλανα στις κλοτσιές». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη σου τη χάρισα, τη
δεύτερη, κυρά μου, θα σε τρελάνω στις κλοτσιές και θα ’βρω τον μπελά μου)·
- του
’δωσα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του
κάθισα μια κλοτσιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του
’κοψα μια κλοτσιά, βλ.
φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του
’ριξα μια κλοτσιά, τον
χτύπησα με το πόδι μου, τον κλότσησα: «λίγο πριν μας χωρίσουν πρόλαβα και του
’ριξα μια κλοτσιά»·
- του
’ριξα κλοτσιές ή
του ’ριξα τις κλοτσιές του, τον χτύπησα πολλές φορές με το πόδι μου, τον
κλότσησα πολλές φορές και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «μόλις πήγα να μου κάνει
το μάγκα του ’ριξα τις κλοτσιές του κι έκατσε στ’ αβγά του»·
- του
’σκασα μια κλοτσιά, βλ.
φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- του
τράβηξα μια κλοτσιά, βλ.
φρ. του ’ριξα μια κλοτσιά·
- τρώω
κλοτσιές ή τρώω
τις κλοτσιές μου, δέχομαι κλοτσιές, με δέρνει άγρια κάποιος και, κατ’
επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω με τον τάδε, τρώω τις κλοτσιές μου».