κλίνω,
ρ. [<αρχ.
κλίνω], κλίνω· εμφανίζω έφεση, προτίμηση ή ροπή προς κάτι: «από μικρό παιδί
κλίνει προς τα γράμματα || από μικρό παιδί έκλινε προς τη μουσική || κλίνω προς
την άποψη του τάδε»·
- δεν
έχει πού την κεφαλήν κλίναι (κλίνη), βλ. λ. κεφαλή·
- έκλινε
η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έκλινε (υπέρ κάποιου), βλ. λ. πλάστιγγα·
- κλίνατ’
επ’ αριστερά! (γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα) στρέψ’ τε το σώμα σας
προς τα αριστερά·
- κλίνατ’
επί δεξιά! (γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα) στρέψ’ τε το σώμα σας προς
τα δεξιά·
- κλίνει
η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα κλίνει (υπέρ κάποιου), βλ. λ. πλάστιγγα.