κλινικός,
-ή, -ό, επίθ. [<μτγν.
κλινικός <αρχ. κλίνη], κλινικός·
- είναι
κλινική περίπτωση, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο του οποίου η κατάσταση, δεν
επιδέχεται θεραπεία: «αυτός ο άνθρωπος, είναι κλινική περίπτωση μαλάκα ||
πρέπει να τον συγχωρέσεις, γιατί είναι κλινική περίπτωση βλάκα»·
- έχει
κλινικές αρετές, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) είναι πολύ
έμπειρη στα ερωτικά, ξέρει τον τρόπο να προσφέρει έντονη σεξουαλική ηδονή: «για
να τρέχουν με τόσο πάθος οι άντρες πίσω απ’ αυτή την άσχημη, πάει να πει πως η
κυρία έχει κλινικές αρετές», όπου, το κλινικές από την κλίνη·
- έχει
κλινικές χάρες, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα), βλ. φρ. έχει
κλινικές αρετές.