κλίμα,
το, ουσ.
[<αρχ. κλῖμα <κλίνω], το κλίμα· το σύνολο των συνθηκών που επικρατούν
κάπου σε μια δεδομένη στιγμή: «τι κλίμα επικράτησε στις τελευταίες εκλογές; ||
το ήρεμο πολιτικό κλίμα στον τόπο μας ευνοεί τις επενδύσεις || στο κόμμα
επικρατεί κλίμα αισιοδοξίας για τις επικείμενες εκλογές»·
- αλλάζω
κλίμα, παραθερίζω: «κάθε χρόνο, όταν παίρνω την άδειά μου, αλλάζω κλίμα στη
Χαλκιδική»·
- αλλάζω
το κλίμα, δημιουργώ νέες συνθήκες, συνήθως ευχάριστες, σε μια παρέα:
«ευτυχώς που ’ρθε ο τάδε κι άλλαξε το κλίμα με τ’ ανέκδοτά του, γιατί αλλιώς θα
μας έπαιρνε ο ύπνος»·
- βαρύ
κλίμα, δυσάρεστα φορτισμένη κατάσταση σε ένα περιβάλλον: «μετά το θάνατο
του παππού επικρατούσε για ένα διάστημα βαρύ κλίμα στο σπίτι»·
- δε
με σηκώνει το κλίμα, α. οι κλιματολογικές συνθήκες κάποιου τόπου
επιδρούν αρνητικά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω οπωσδήποτε διακοπές, γιατί δε
με σηκώνει άλλο το κλίμα της πόλης». β. δε γίνομαι αποδεκτός από τον
περίγυρο: «απ’ τη στιγμή που βλέπω πως δε με σηκώνει το κλίμα, είναι περιττό να
μένω περισσότερο». γ. δεν μπορώ να προσαρμοστώ σε ορισμένες συνθήκες,
είμαι εκτός πνεύματος, δεν επικοινωνώ και δε λειτουργώ σωστά σε μια δεδομένη κατάσταση:
«αφού το βλέπεις πως δε σε σηκώνει το κλίμα εκεί μέσα, γιατί δε σηκώνεσαι να
φύγεις, να βρεις καμιά άλλη δουλειά;». δ. δεν τολμώ να ενεργήσω, να
συνεχίσω με τον τρόπο που ενεργούσα ως τώρα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω
τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες, ή γιατί δεν μου το επιτρέπει το περιβάλλον στο
οποίο βρίσκομαι: «απ’ τη στιγμή που ήρθε ο τάδε στην παρέα, δε με σηκώνει άλλο
το κλίμα να κάνω το μάγκα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε με σηκώνει
άλλο το κλίμα να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα»·
- το
γενικό κλίμα, το
σύνολο των ηθικών, πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών συνθηκών που επιδρούν
σε ένα κοινωνικό περιβάλλον: «το γενικό κλίμα μυρίζει εκλογές || το γενικό
κλίμα προμηνύει άσχημες οικονομικές εξελίξεις».