κλικ,
το, άκλ. ουσ.
[ηχομιμητική λ. από τον ήχο που κάνει ο διακόπτης, όταν ανοίγει ή όταν κλείνει,
ή όταν κλειδώνει ή ξεκλειδώνει κάτι], ιδίως εύχρ. στις φρ. ένα κλικ, δηλώνει
ελάχιστη απόσταση ή μετακίνηση: «θέλει ένα κλικ ακόμα για να ενώσουν οι δυο
άκρες». Ανάλογα με την περίπτωση ακούγεται και δυο κλικ ή τρία κλικ, όχι
όμως παραπάνω·
- κάνε
(ένα, δυο, τρία) κλικ (αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω), μετατοπίσου
ελάχιστα (αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω): «κάνε ένα κλικ αριστερά ν’ ακουμπήσω
το πόδι μου || κάνε δυο τρία κλικ δεξιά για να καθίσω κι εγώ || κάνε δυο κλικ
μπροστά, σε παρακαλώ, για να χωρέσω κι εγώ»·
- μου
’κανε κλικ ή μου
’κανε το κλικ, (στη
νεοαργκό) μου έκανε έντονη εντύπωση, με συνεπήρε συναισθηματικά, ήταν η αιτία
να αποφασίσω για κάτι: «με την πρώτη ματιά που μου ’ριξε αυτή η γυναίκα μου
’κανε κλικ || ο λόγος που μου ’κανε το κλικ να γράψω αυτό το βιβλίο, ήταν ο φόβος
μου μήπως χαθούν πολλές από τις λέξεις που έχω συλλέξει στα σαράντα πέντε αυτά
χρόνια της αναζήτησής μου μέσα στα μονοπάτια της ελληνικής γλώσσας».
κλίκα, η, ουσ. [<γαλλ. clique <ρ. cliquer (= χειροκροτώ)]. 1. ομάδα
ατόμων, που βρίσκονται γύρω από ένα πρόσωπο που διαθέτει εξουσία και το
κολακεύουν για προσωπικό τους όφελος, ομάδα εγκαθέτων χειροκροτητών: «αυτόν τον
άνθρωπο τον κατάστρεψε η κλίκα του». 2. ομάδα ατόμων που
αλληλοϋποστηρίζονται, με σκοπό την άμεση και σίγουρη ικανοποίηση των
συμφερόντων τους: «όλες τις καλές θέσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις τις πήρε η
κλίκα του κυβερνώντος κόμματος». 3. κλειστή παρέα, κλειστός κύκλος
ατόμων, που δε δέχεται νέες γνωριμίες και συντροφιές και που αποτελείται
συνήθως από άτομα υπεροπτικά ή περιθωριακά: «μου κάνει εντύπωση που σου
πρότειναν να βγείτε, γιατί αυτοί είναι κλίκα, και το καλό που σου θέλω μακριά».