κληρώνω,
ρ. [<μσν.
κληρώνω <αρχ. κληρῶ], κληρώνω. 1. βάζω στον κλήρο κάτι, κάνω κλήρωση:
«κάθε τόσο κληρώνει μέσα στην πιάτσα ένα πανέρι με φρεσκότατα ψάρια || ο
σύλλογός μας, για να αυξήσει τα κέρδη του, κληρώνει ένα αυτοκίνητο». 2α.
στο γ΄ πρόσ. κληρώνει, λέγεται απειλητικά σε άτομο που δεν ακολούθησε
τις οδηγίες μας και έχει την έννοια πως είμαστε ήδη έτοιμοι να αρχίσουμε να
ενεργούμε σε βάρος του χωρίς την πρόθεση να υπαναχωρήσουμε: «απ’ τη στιγμή που
δε μου ’φερες τα λεφτά εμπρόθεσμα, από δω και πέρα, φίλε μου, κληρώνει». β.
λέγεται και με την έννοια πως, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και πέρα, δεν
υπάρχει δυνατότητα οποιασδήποτε ενέργειας: «αφού δεν πρόλαβες να τακτοποιήσεις
την υπόθεσή σου μέχρι τώρα, δεν μπορείς να κάνεις πια τίποτα, γιατί κληρώνει».
Αναφορά στα λαχεία, γιατί, από τη στιγμή που αρχίζει η κλήρωσής τους, σταματά
κάθε νέα προσφορά προς πώληση·
- αύριο
κληρώνει! προτρεπτική έκφραση, να δηλώσουμε και εμείς συμμετοχή κάπου,
γιατί υπάρχει περίπτωση να αποβεί προς όφελός μας: «πάρε μέρος σ’ αυτή τη
δουλειά, γιατί αύριο κληρώνει και θα με θυμηθείς». Από τη στερεότυπη έκφραση
των πλανόδιων λαχειοπωλών·
-
κλήρωσαν τα λαχεία, βλ. λ. λαχείο.