κλήμα,
το, ουσ.
[<αρχ. κλῆμα < κλῶ], το κλήμα·
- ήταν
στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, λέγεται για την καταστροφική
έκβαση μιας ήδη άσχημης ή προβληματικής υπόθεσης ή κατάστασης: «μόλις
χρεοκόπησε, τον χώρισε κι η γυναίκα του. -Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο
γάιδαρος».