κλέφτης
κ. κλέφτρης,
ο, πλ. κλέφτες κ. κλέφτηδες κ. κλέφτρηδες κ. κλεφταραίοι,
οι, θηλ. κλέφτρα κ. κλεφτρού, η, ουσ. [<αρχ. κλέπτης], ο
κλέφτης. 1. αυτός που εισπράττει, που κερδίζει με δόλιο τρόπο
περισσότερα από όσα πρέπει: «μην πας να ψωνίσεις απ’ το τάδε μαγαζί γιατί,
αυτός που το ’χει, είναι μεγάλος κλέφτης». 2. ανυπότακτος Έλληνας, που
ζούσε στα βουνά και πολεμούσε τους Τούρκους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
(Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα
καραούλι). 3α. ειδική συσκευή η οποία συνδεδεμένη κατάλληλα στο
κοντέρ του αυτοκινήτου δείχνει λιγότερη ταχύτητα από την πραγματική: «η τροχαία
ανακάλυψε τον κλέφτη που ήταν συνδεδεμένος με το κοντέρ του αυτοκινήτου και
παρέπεμψε τον παραβάτη στο αυτόφωρο». β. ειδική συσκευή που
χρησιμοποιείται από τους οινοπαραγωγούς για να παίρνουν μικρή ποσότητα κρασιού
από το βαρέλι, όταν θέλουν να ελέγξουν την ποιότητά του, την πορεία της ωρίμανσής
του: «κάθε τόσο έβαζε τον κλέφτη στο βαρέλι κι έπαιρνε μια μικρή ποσότητα
κρασιού και το δοκίμαζε με προσοχή». Αίνιγμα: κλειδώνω μανταλώνω τον κλέφτη
βρίσκω μέσα, η σωστή απάντηση είναι ο ήλιος. Υποκορ. κλεφτάκος κ. κλεφτράκος,
ο. Μεγεθ. κλεφταράς κ. κλεφταρού κ. κλέφταρος, ο (βλ. λ.)·
- άπιαστος
κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- είναι
ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, βλ. λ. καρδιά·
- κάτω
οι κλέφτες! απειλητική έκφραση που ακούμε συνήθως να απευθύνεται σε
πολιτικούς, όταν ρητορεύουν·
- κλέφτες
κι αστυνόμοι, παιδικό παιχνίδι που παιζόταν στο ύπαιθρο (Λαϊκό τραγούδι: παίζαν
οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ. Και φωτιές
ανάβαμε στους απάνω δρόμους τ’ Άι Γιάννη ήτανε θαρρώ)·
- μια
του κλέφτη, δυο του κλέφτη, (τρεις και η κακή του μέρα) ή μια του
κλέφτη, δυο του κλέφτη, (τρεις και την κακή του μέρα), αυτός που κάνει
απατεωνιές ή παρανομίες δεν αργεί να αποκαλυφτεί, να πιαστεί, για να
λογοδοτήσει και τελικά να τιμωρηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: μια του κλέφτη, δυο
του κλέφτη θα σε πιάσω πού θα πας και τι έχω να σε κάνω μην το
συζητάς)·
- ο
Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, βλ. λ. Θεός·
- ο
ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
- σαν
κλέφτης ή σαν τον κλέφτη, χωρίς να γίνει αντιληπτός, χωρίς να τον
πάρει κανένας είδηση: «ήρθε σαν κλέφτης, πήρε ό,τι του χρειαζόταν κι έφυγε ||
την ώρα που οι άλλοι κουβέντιαζαν καθισμένοι στο σαλόνι, αυτός έβαλε το παλτό
του κι έφυγε σαν τον κλέφτη»· βλ. και φρ. στα κλεφτά, λ. κλεφτά·
- στου
κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, οι απατεώνες ή οι άνθρωποι που
συνηθίζουν να παρατυπούν δε βλάπτονται μεταξύ τους, έχουν αλληλεγγύη: «τα ίδια
κουμάσια είναι κι οι δυο τους κι αλληλοϋποστηρίζονται γιατί, στου κλέφτη το
σπίτι, κλέφτες δεν πατούν». Συνών. κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει·
- φωνάζει
ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης, φωνάζει εκείνος που έχει άδικο και
εμφανίζεται ως θύμα σε βάρος εκείνου που έχει δίκαιο: «εμ έβαλε χέρι στο
ταμείο, εμ φωνάζει και μ’ απειλεί. Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης
δηλαδή, κατάλαβες;».