κλεισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. κλείνω], κλεισμένος·
- είμαι
κλεισμένος, α. δεν είμαι διαθέσιμος, ελεύθερος, ιδίως να συνοδεύσω
κάποιο άτομο σε κάποια κοινωνική εκδήλωση: «θα σε συνόδευα ευχαρίστως, αλλά
είμαι κλεισμένος, γιατί υποσχέθηκα στην τάδε να τη συνοδεύσω στο χορό». β.
(γενικά) δεν έχω ελεύθερο χρόνο: «θα ερχόμουν μαζί σας στα μπουζούκια, αλλά
είμαι κλεισμένος, ρε παιδιά»·
- είναι
κλεισμένο, (για κέντρα διασκέδασης) δεν είναι διαθέσιμο, είναι καπαρωμένο:
«δε θα μπορέσετε να μπείτε στο μαγαζί, γιατί είναι κλεισμένο απ’ τον κυνηγητικό
σύλλογο»·
- είναι
κλεισμένος στον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
- έχω
τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή
έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω
τα μάτια μου κλεισμένα ή
έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω
το στόμα μου κλεισμένο ή
έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- σε
κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα.