κλειδωνιά,
η, ουσ.
[<κλειδώνω + κατάλ. -ιά], η κλειδωνιά·
-
έχει κλειδωνιά στο στόμα του, δεν
ανοίγει καθόλου το στόμα του να μιλήσει, δε μιλάει καθόλου: «δεν ξέρω ακόμα τον
ήχο της φωνής του, γιατί έχει κλειδωνιά στο στόμα του».
κλειδωνιά,
η, ουσ.
[<κλειδώνω + κατάλ. -ιά], η κλειδωνιά·
-
έχει κλειδωνιά στο στόμα του, δεν
ανοίγει καθόλου το στόμα του να μιλήσει, δε μιλάει καθόλου: «δεν ξέρω ακόμα τον
ήχο της φωνής του, γιατί έχει κλειδωνιά στο στόμα του».