Αλλάχ,
ο, άκλ. ουσ.
[<τουρκ. Allah], ο Θεός των μουσουλμάνων. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ Χριστό κι
εσύ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ)·
- θα
σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, α. θα σε καταβασανίσω, θα σε
καταταλαιπωρήσω: «μόλις βρω την ευκαιρία, θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ». β.
θα σε δείρω τόσο άγρια, που θα σε κάνω να φωνάξεις έλεος: «αν σε πιάσω στα
χέρια μου, θα σε κάνω να φωνάξει μπιρ Αλλάχ»·
- μα
τον Αλλάχ! όρκος που δίνει κάποιος για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει:
«μα τον Αλλάχ, τα πράγματα έγιναν έτσι όπως ακριβώς στα λέω!». ( Λαϊκό
τραγούδι: μα τον Αλλάχ, αχ, Τζεμιλέ μου, είσαι γκιουζέλ, είσαι
κουκλί· τέτοια νεράιδα δεν ξανάειδα σε όλη την Ανατολή). Λέγεται πολλές
φορές αντί του μα το Θεό(!)·
-
μπιρ Αλλάχ (bir Allah = ένας είναι ο Θεός), ακούγεται από
το χότζα, όταν από το ύψος του μιναρέ καλεί τους πιστούς σε προσευχή. (Λαϊκό
τραγούδι: σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί αργά σαν σουρουπώνει, όταν θα πει
το μπιρ Αλλάχ, το στήθος μου ματώνει)·
- τον
φέρνω στο μπιρ Αλλάχ, τον εκβιάζω, τον πιέζω, τον δέρνω τόσο πολύ, που τον
κάνω να φωνάξει έλεος: «αν δεν τον έφερνα στο μπιρ Αλλάχ, δε θα ’παιρνα πίσω τα
λεφτά μου || άρχισε να τον χτυπάει τόσο πολύ, που τον έφερε στο μπιρ Αλλάχ»·
- φωνάζω
μπιρ Αλλάχ, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια, ζητώ έλεος. (Λαϊκό τραγούδι: μπιρ
Αλλάχ μπιρ Αλλάχ φωνάζουν οι σκλάβες μέσ’ απ’ τα χαρέμια του
μαχαραγιά).