κλειδί,
το, ουσ.
[<αρχ. κλειδίον, υποκορ. του ουσ. κλείς], το κλειδί. 1. ο κάτοχος
καίριας θέσης, ο κύριος συντονιστής οργανισμού ή υπηρεσίας: «πρέπει να τα ’χεις
καλά με τον τάδε, γιατί είναι το κλειδί σ’ όλη την επιχείρηση». 2. το
μέσο με το οποίο πετυχαίνουμε τη λύση ενός προβλήματος ή αποκαλύπτουμε κάτι το
άγνωστο ή το αινιγματικό: «αν δε βρούμε το κλειδί του προβλήματος, δε θα
μπορέσουμε να βγούμε απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση || πρέπει να βρούμε το
κλειδί του μυστηρίου, αν θέλουμε να μην έχουμε αργότερα εκπλήξεις». 3. (γενικά)
τα μέσα, οι γνώσεις: «εγώ θα προσπαθήσω να σας δώσω το κλειδί να μπείτε στο
πανεπιστήμιο». Υποκορ. κλειδάκι, το. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άνθρωπος
κλειδί, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω
κλειδί, βλ. συνηθέστ. βάζω λουκέτο, λ. λουκέτο·
- είναι
φηλί κλειδί, βλ. λ. φηλί·
-
δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), ανταποκρίνομαι στην αγάπη κάποιου
ή κάποιας: «ήταν καλό και ωραίο παλικάρι, γι’ αυτό κι εγώ αμέσως του έδωσα το
κλειδί της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: δώσ’ μου το κλειδάκι της
καρδιάς σου δώσ’ μου, για ν’ ανοίξω και να μπω, μάτια μου και φως
μου)·
- εγώ
κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- θέση
κλειδί, βλ. λ. θέση·
- κρατώ
τα κλειδιά, διαχειρίζομαι: «δεν μπορώ να πάρω πρωτοβουλία να σου εξοφλήσω
το τιμολόγιο, γιατί άλλος κρατάει τα κλειδιά της επιχείρησης»·
- κρατώ
το κλειδί του μυστηρίου, έχω τη δυνατότητα να διαλευκάνω κάποιο περίπλοκο ή
μπερδεμένο θέμα: «όπου να ’ναι θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση, γιατί θα ’ρθει ο
τάδε, που κρατάει το κλειδί του μυστηρίου»·
- λέξη
κλειδί, βλ. λ. λέξη·
- με
το κλειδί στο χέρι, (για αγορά αυτοκινήτου ή άλλου ακινήτου)
ετοιμοπαράδοτο, χωρίς καμιά άλλη χρηματική επιβάρυνση εκτός από αυτή που
συμφωνήθηκε, χωρίς επιπλέον συμπληρωματικές εργασίες: «το αυτοκίνητο μου
κόστισε τόσα λεφτά με το κλειδί στο χέρι || μ’ αυτό το ποσό αγόρασα ένα
διαμέρισμα με το κλειδί στο χέρι»·
- τα
κλειδιά του Παραδείσου, ο τρόπος ή το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να
ευτυχήσει: «αυτός βρήκε τα κλειδιά του Παραδείσου και την περνάει μια χαρά».
Από την εικόνα του ατόμου που κατέχει τα κλειδιά που ανοίγουν την πύλη του
Παραδείσου και μπαίνει μέσα»·
- της
καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά.