αλλαξιά
κ. αλλαξά, η,
ουσ. [από τον αόρ. άλλαξα του ρ. αλλάζω + κατάλ. -ιά]. 1α. η ανταλλαγή
ανάμεσα σε φίλους, ιδίως γυναίκας: «κάναμε αλλαξιά τις γκόμενες». β.
(γενικά) η ανταλλαγή: «με ξεγέλασε στην αλλαξιά, γιατί εγώ του ’δωσα ένα ρολόι
ολόχρυσο κι αυτός μου ’δωσε ένα φιρμάτο ρολόι, αλλά μαϊμού». 2. το
σύνολο των καθαρών εσωρούχων κάποιου ατόμου και, κατ’ επέκταση, το σύνολο των
ρούχων που χρησιμοποιεί κάποιος για να αλλάξει τα λερωμένα που φοράει: «σήμερα
αγόρασα πέντε αλλαξιές || δεν είχες να φορέσεις καμιά καλύτερη αλλαξιά;»·
- κάνουν
αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω
αλλαξιά, (γενικά) ανταλλάσσω κάτι με κάποιον: «λίγο πριν επιβιβαστεί στ’
αεροπλάνο, κάναμε αλλαξιά τα ρολόγια για να θυμάται ο ένας τον άλλον».