κλασμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. κλάνω], που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «τι τον
έφερες μαζί σου αυτόν τον κλασμένο!»·
- κώλος
κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- την
έχω κλασμένη, δεν την υπολογίζω, την αγνοώ τελείως: «αυτή είναι τρελά
ερωτευμένη μαζί μου, αλλά εγώ την έχω κλασμένη || με φοβερίζει κάθε τόσο με την
αστυνομία, αλλά την έχω κλασμένη»· βλ. και φρ. την κλάνω, λ. κλάνω·
- τον
έχω κλασμένο, δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι, γενικά τον αγνοώ τελείως,
τον περιφρονώ: «όσο για τον τάδε, να του πεις πως τον έχω κλασμένο».