κλάση,
η, ουσ.
[<λατιν. classis], η κλάση. 1. (στη στρατολογία) η ομάδα των πολιτών
που στρατεύονται ή πρόκειται να στρατευθούν την ίδια χρονική στιγμή: «κάλεσαν
την κλάση μας να υπηρετήσει || με τον τάδε ήμασταν ίδια κλάση». 2. ομάδα
ανθρώπων, συνήθως φιλική, που είναι της ίδιας ηλικίας: «απ’ ό,τι βλέπω θα
πρέπει να είμαστε της ίδιας κλάσης». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισε ο Χάρος να
καλεί τώρα την κλάση μου, χτες βράδυ χάσαμε το φίλο μας τον Τάσο. Ήρθ’ ο
καιρός να επιστρέψω για τη βάση μου κι απ’ τον αγώνα της ζωής να ξαποστάσω)·
- δεν
είναι της κλάσης μου, είναι κατώτερος από μένα: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί
δεν είναι της κλάσης μου»·
- κάλεσαν
την κλάση μου, η αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία με κάλεσε μαζί με τους
συνομήλικούς μου να καταταγώ στο στρατό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου
θητεία: «τον προηγούμενο μήνα κάλεσαν την κλάση μου και στο τέλος του μηνός θα
πάω να παρουσιαστώ στην Τρίπολη». Συνών. κάλεσαν την ηλικία μου·
- κλάσεις
ανώτερο(ς), (γενικά) κατά πολύ ανώτερο(ς) συγκριτικά με κάποιο(ν) άλλο(ν):
«ο τάδε είναι κλάσεις ανώτερος απ’ το φίλο σου || τ’ αυτοκίνητό μου είναι
κλάσεις ανώτερο απ’ το δικό σου»·
-
πήραν την κλάση μου, βλ.
φρ. κάλεσαν την κλάση μου.