κλάνω,
ρ. [<μσν.
κλάνω, από το ἔκλασα, αόρ. του αρχ. ρ. κλάω-ῶ], κλάνω. 1. φοβάμαι,
δειλιάζω: «μόλις τους είδε όλους μαζεμένους, έκλασε και την κοπάνησε». 2.
αγνοώ, περιφρονώ τελείως κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να κλάνω τους ανθρώπους
που έχουν την ανάγκη μου». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) επηρεάζομαι
υπερβολικά από τη χρήση ναρκωτικού: «την άκουσες καθόλου με το πράμα που σου
’δωσα; -Άρχισα να κλάνω». Από το ότι, όποιος μεθύσει από ποτό ή ναρκωτικό, δεν
μπορεί να συγκρατήσει τις πορδές του, πολλές φορές, μάλιστα, τα κάνει και απάνω
του. (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- άλογο
κλάνει, βλ. λ. άλογο·
- αν
κλάνει ο γάιδαρος τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος,
δέρνει το σαμάρι, λ. γάιδαρος·
- ας
είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, βλ. λ. καλός·
- γάιδαρος
κλάνει στου Φασουλά το χάνι, βλ. λ. γάιδαρος·
- γιατί
κλάνει το γατί, βλ. λ. γατί·
- δεν
έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν
τον κλάνεις! μην τον υπολογίζεις, περιφρόνησέ τον, αγνόησέ τον: «δεν τον
κλάνεις, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον παλιάνθρωπο!». Συνών. δεν
τον κατουράς! / δεν τον χέζεις(!)·
- εγώ
μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ
μιλώ κι εσύ κλάνεις, βλ. λ. εγώ·
- είπαμε
της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι
αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ.
φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- είπαμε
του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. του είπαμε να
κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- εκεί
που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- έκλασε
η νύφη, σχόλασε ο γάμος, βλ. λ. νύφη·
- έκλασε
ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- θα
μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα
μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα
μας κλάσεις τον πούτσο ή θα μου κλάσεις τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- θα
μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια), δε
θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε υπολογίζω, δε σε
φοβάμαι: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να μου κάνεις κάτι, σε πληροφορώ
πως θα μου τα κλάσεις»·
- θα
μου τον κλάσεις (ενν. τον πούτσο), βλ. συνηθέστ. θα μας τα κλάσεις (ενν.
τ’ αρχίδια)·
- θα
πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα
πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- καλύτερα
γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κάνει
μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, είναι πολύ μεγάλος τεμπέλης: «δεν
υπάρχει περίπτωση να σου τελειώσει τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάνει
μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει»·
- κλάνει
απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- κλάνει
ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- κλάνω
μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- κλάνω
μέντα ή κλάνω μέντες, βλ. λ. μέντα·
- κλάνω
πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κλάνω
φιστίκι ή κλάνω φιστίκια, βλ. λ. φιστίκι·
- κλάσαν
οι άντρες και βγήκες εσύ, βλ. λ. άντρας·
- κλάσαν
οι μάγκες και βγήκες εσύ, βλ. λ. μάγκας·
- κλάσε
μας! (ενν. τ’ αρχίδια), α. άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς: «αμάν, ρε
παιδάκι μου, μ’ αυτή την γκρίνια σου, κλάσε μας, επιτέλους, να τελειώνουμε!». β.
δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι: «κλάσε μας ρε, που νομίζεις
πως θα σε φοβηθούμε!»·
- κλάσε
μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- κώλος
που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος
που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος
που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- μιλάμε
ή κλάνουμε, βλ. λ. μιλώ·
- μου
’κλάσε τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου
’κλάσε τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- να
κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- ο
Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο
Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι
άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο
μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο
χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, βλ. λ. παπάς·
- όλων
οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όποιος
σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
- όταν
κλάνεις, σβήνει η λάμπα; βλ. λ. λάμπα·
- όταν
ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει, βλ. λ. άρχοντας·
-
πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή
πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πέρσι
έκλασε, φέτος βρόμισε, βλ. λ. πέρσι·
- σ’
είπαμε, γριά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να
κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σ’
είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να
κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σε
γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις, βλ. λ. παιδί·
- τα
κλάνω, α. φοβάμαι, δειλιάζω, τρομοκρατούμαι: «μόλις τους είδα να
’ρχονται όλοι μαζί καταπάνω μου, τα ’κλασα και το ’βαλα στα πόδια». β.
τα παρατώ, τα εγκαταλείπω, δεν τα υπολογίζω: «επειδή κανένας δεν άκουγε τις
συμβουλές του, κι αυτός τα ’κλασε κι έφυγε || του ’διναν ένα σωρό λεφτά και τα
’κλασε»·
- την
κλάνω, φοβάμαι, δειλιάζω: «κι εσύ θα την έκλανες, αν ορμούσαν επάνω σου
δέκα νοματαίοι μαζεμένοι»· βλ. και φρ. την έχω κλασμένη, λ. κλασμένος·
- τον
κλάνω, βλ. συνηθέστ. τον έχω κλασμένο, λ. κλασμένος·
- του
είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός
ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, του επιτρέψαμε
να κάνει κάτι και αυτός, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, το έκανε στο έπακρο:
«του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε ο παλιομαλάκας, γιατί του επέτρεψα να
βάλει κάνα δυο στην αίθουσα χωρίς εισιτήριο κι αυτός έμπασε ολόκληρο τσούρμο».
Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.