κλάνα,
η, ουσ.
[<κλάνω]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός: «του
’δωσε μια κλοτσιά κατευθείαν στην κλάνα του». 2. (στη γλώσσα της αργκό)
ο δειλός, ο φοβητσιάρης (ισχύει και για τα δύο φύλα): «είναι τέτοια κλάνα, που,
μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του»·
- του
’κανε την κλάνα να! του επέβαλε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και κατ’
επέκταση τον κατανίκησε, τον καταντρόπιασε: «παρέσυρε τον πιτσιρικά στο δωμάτιο
και του ’κανε την κλάνα να! || παίξανε τάβλι και του ’κανε την κλάνα να! || τον
έπιασε στα χέρια του και του ’κανε την κλάνα να!». Συνοδεύεται συνήθως από
ταυτόχρονη χειρονομία με τους αντίχειρες και τους δείκτες των δυο χεριών
σχηματίζουν λίγο μπροστά από το ύψος της κοιλιάς έναν υπερμεγέθη κύκλο, ή από
χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη να σχηματίζουν ημικύκλιο δηλώνοντας
πελώριο κύκλο, πελώριο άνοιγμα.