κλάμα,
το, ουσ. [<μσν.
κλάμα <αρχ. κλαῦμα], το κλάμα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αμολάω
τα κλάματα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- αρχίζω
τα κλάματα ή αρχίζω το κλάμα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω
το κλάμα, κλαίω: «είναι πολύ ευαίσθητο παιδί και με το παραμικρό βάζει τα
κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράματα, κοίτα πράματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες
τα κλάματα)·
-
βαλάντωσε στο κλάμα, έκλαψε
τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις έμαθε πως δεν πέρασε στο
πανεπιστήμιο, βαλάντωσε στο κλάμα»·
- για
κλάματα, λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, που είτε έχει μεγάλη άγνοια για το
αντικείμενο με το οποίο ασχολείται είτε βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση και
προκαλεί έντονα ειρωνικά σχόλια: «δικηγόρος για κλάματα || αυτοκίνητο για
κλάματα»· βλ. και φρ. είναι για κλάματα·
-
δουλειά για κλάματα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε
κλάμα, α. έγινε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή, μεγάλο μάλωμα:
«όταν σηκώθηκαν οι δυο παρέες και πιάστηκαν στα χέρια, έγινε κλάμα». β.
έγινε μεγάλο γλέντι, δημιουργήθηκε μεγάλο κέφι: «όταν άρχισαν να παίζουν και τα
όργανα, έγινε κλάμα μέσα στο μαγαζί»·
- είναι
για γέλια και για κλάματα, βλ. λ. γέλιο·
- είναι
για κλάματα, βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση, είναι
αξιολύπητος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για κλάματα || απ’ τη
μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, είναι για κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’
τις παρανομίες μου και τα μεγάλα σφάλματα, έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα
για κλάματα)· βλ. και φρ. για κλάματα·
- έλιωσε
στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις τη
ζήτησα να χωρίσουμε, έλιωσε στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχασες που με
ζήλευες κι έλιωνες απ’ τα κλάματα κι έτρεχες και με γύρευες μεσάνυχτα,
χαράματα)·
- έπεσε
κλάμα, α. έκλαψαν πολύ όλοι οι παρευρισκόμενοι: «στην κηδεία του
τάδε έπεσε κλάμα». β. στενοχωρήθηκαν όλοι πολύ: «μόλις η ομάδα μας
δέχτηκε γκολ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα κι έχασε το κύπελλο, έπεσε κλάμα
στην κερκίδα». γ. λέγεται και με την έννοια ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι
γέλασαν μέχρι δακρύων από κάποια αστεία κατάσταση που δημιουργήθηκε: «μόλις τον
έκανε τσακωτό η γυναίκα του μέσα στην γκαρσονιέρα με την γκόμενά του, έπεσε
κλάμα»·
- έπεσε
χοντρό κλάμα, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- έσκασε
στο κλάμα, έκλαψε γοερά: «έσκασε στο κλάμα μέχρι να τον αφήσει ο πατέρας
του να πάει εκδρομή με την παρέα του»·
- και
κλάμα η κυρία! έκφραση που επιτείνει την έννοια μιας δυσάρεστης ή μιας
ευχάριστης κατάστασης: «έγινε τέτοιο μάλωμα, τι να σου πω, και κλάμα η κυρία! ||
δεν ξανάγινε τέτοιο γλέντι, και κλάμα η κυρία!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ.
ακούγεται και το ρε παιδάκι μου·
-
κλαίω με μαύρο κλάμα, κλαίω
απαρηγόρητα, κλαίω με μαύρο δάκρυ: «στην κηδεία του πατέρα του έκλαψε με μαύρο
κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, τότε θα κλάψεις
με μαύρο κλάμα)·
-
κλάμα και κακό! δυνατό,
έντονο κλάμα: «βρε, κλάμα και κακό, αυτό το μωρό!»·
-
λύθηκε στο κλάμα,
έκλαψε απαρηγόρητα: «μόλις της έκανε γνωστή την πρόθεσή του να χωρίσουν, λύθηκε
στο κλάμα»·
- με
παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, αρχίζω να κλαίω: «όταν
παρακολουθώ κάποιο συγκινητικό έργο, με παίρνουν τα κλάματα»·
- με
πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. φρ. με παίρνουν τα
κλάματα. (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα με πιάσαν Θε μου κάτι κλάματα και
με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα)·
-
μελάνιασε απ’ το κλάμα ή
μελάνιασε στο κλάμα, έκλαψε τόσο έντονα, που το πρόσωπό του μαύρισε από
την πίεση: «πάνω απ’ το φέρετρο του πατέρα του μελάνιασε στο κλάμα»·
- μου
’ρχεται να βάλω τα κλάματα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, είμαι πολύ
απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «όσο σκέφτομαι πως δεν περιμένω βοήθεια από
πουθενά, μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα»·
- μπήγω
τα κλάματα, βλ. φρ. πατώ τα κλάματα·
- ξέσπασε
σε κλάματα ή ξέσπασε σε κλάμα ή ξέσπασε στο κλάμα, άρχισε
απότομα να κλαίει δυνατά: «κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή και
ξέσπασε σε κλάματα»·
- πατώ
τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, ξεσπώ, βάζω τα κλάματα: «μόλις τον
αγριέψεις λίγο, πατάει τα κλάματα»·
- πλάνταξε
στο κλάμα, έκλαψε γοερά, του κόπηκε η αναπνοή από το γοερό κλάμα: «την ώρα
του αποχωρισμού τους η γυναίκα του πλάνταξε στο κλάμα»·
- πνίγομαι
στο κλάμα, κλαίω έντονα: «όταν βλέπει καμιά παλιά ελληνική λυπητερή ταινία,
πνίγεται στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμε απόβραδο, κι ήτανε
Σαββατόβραδο. Κι ως τα βαθιά χαράματα με πνίξανε τα κλάματα)·
- ρίχνω
κλάμα, κλαίω ασταμάτητα: «να δεις κλάμα που ρίχνω, όταν βλέπω κάποιο
συγκινητικό έργο!»·
- σκοτώθηκε
στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε: «μόλις έμαθε πως ο γιος του
έπεσε θύμα τροχαίου, σκοτώθηκε στο κλάμα»·
- σπάραξε
στο κλάμα, βλ. φρ. πλάνταξε στο κλάμα·
- σπαρτάρισε
στο κλάμα, έκλαψε πολύ έντονα και σπασμωδικά: «σπαρτάρισε στο κλάμα την ώρα
της κατάσχεσης του σπιτιού του»·
- σπαρταριστό
κλάμα, που είναι πολύ έντονο και κάνει το κορμί να πάλλεται από τα
αναφιλητά: «μόλις του ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα του, ξέσπασε σε
σπαρταριστό κλάμα»·
- το
’ριξε στα κλάματα ή το ’ριξε στο κλάμα, άρχισε να κλαίει: «επειδή η
σκηνή ήταν πολύ συγκινητική, το ’ριξε στο κλάμα»·
- τον
έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. φρ. τον πήραν τα
κλάματα·
- τον
έφαγε το κλάμα, έκλαψε
εξαντλητικά: «πάνω στον τάφο του πατέρα του τον έφαγε το κλάμα». (Λαϊκό
τραγούδι: με άλλον καλέ, με άλλον με παντρεύουνε, σε σένα ο νους μου πάει κι
αντί σαν άλλες να χαρώ, το κλάμα θα με φάει)·
- τον
πήραν τα κλάματα ή
τον πήρε το κλάμα, άρχισε να κλαίει: «τη στιγμή του αποχωρισμού δεν
μπόρεσε ν’ αντέξει και τον πήραν τα κλάματα || τον πήρε το κλάμα απ’ το
παράπονο».