κίτρινος,
-η, -ο, επιθ.
[<μτγν. κίτρινος <ουσ. κίτρον + κατάλ. -ινος], κίτρινος. 1. που
είναι χλομός: «σε βλέπω λίγο κίτρινο, γι’ αυτό πρέπει να πας να σε δει κανένας
γιατρός». 2. το θηλ. ως ουσ. η κίτρινη, (στη γλώσσα της αργκό) η
λίρα: «έδωσε για καπάρο πενήντα κίτρινες». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε γεμίσω
μάλαμα, με κίτρινες αντάλλαγμα, και δαχτυλίδια ένα σωρό, μανίτσα μου, να
σε χαρώ).Συνών. ωχρή. 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα
κίτρινα, τα ρούχα που έχουν κίτρινο χρώμα: «μου φαίνεται πως εκείνη με τα
κίτρινα σε γλυκοκοιτάζει». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα ποιον
αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή τον γείτονα). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- έγινε
κίτρινος απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- έγινε
κίτρινος σαν κερί ή έγινε κίτρινος σαν το κερί, βλ. λ. κερί·
- έγινε
κίτρινος σαν λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
-
έγινε κίτρινος σαν φλουρί ή
έγινε κίτρινος σαν το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- κίτρινη
γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- κίτρινος
πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- κίτρινος
τύπος, βλ. λ. τύπος·
- με
πιάνει κίτρινος πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- πήρα
κίτρινο (ενν. φύλλο αγώνα), (και για τα δυο φύλα στη νεοαργκό) δεν έγινε
δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικού δεσμού, έφαγα χυλόπιτα: «δεν περίμενα
να πάρω κίτρινο απ’ την τάδε, γιατί είχα την εντύπωση πως με γλυκοκοίταζε»·
- το
κίτρινο φύλλο αγώνα, (για αθλητικές συναντήσεις) το επίσημο έντυπο στο
οποίο αναγράφεται από το διαιτητή η ηττημένη ομάδα της συνάντησης: «τρεις
αγώνες έδωσε η ομάδα μας και στους τρεις πήρε το κίτρινο φύλλο αγώνα». Αντίθ. το
ροζ φύλλο αγώνα·
- του
βγάζω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του
δείχνω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα.