κίνηση,
η, ουσ.
[<αρχ. κίνησις], η κίνηση. 1. η ζωηρότητα των συναλλαγών: «η αγορά
είχε σήμερα κίνηση». 2. το σύνολο των εκδηλώσεων σε ένα χώρο: «η
θεατρική κίνηση || η καλλιτεχνική κίνηση». 3. ό,τι βρίσκεται στην
προτίμηση του καταναλωτικού κοινού: «αυτό το είδος έχει κίνηση || το τελευταίο
βιβλίο του τάδε συγγραφέα έχει πολλή κίνηση». 4. έντονη κυκλοφορία πεζών
ή οχημάτων στους δρόμους: «άργησα να ’ρθω, γιατί είχε κίνηση στο δρόμο». 5.
η οργανωμένη δραστηριοποίηση ενός συνόλου ανθρώπων σε κοινές θέσεις ή
ιδεολογία, το κίνημα: «η φεμινιστική κίνηση έχει βελτιώσει τη θέση της γυναίκας
στην κοινωνία || είμαι μέλος μιας οικολογικής κίνησης». 6. η λειτουργία
ενός μηχανήματος: «απ’ τη μίζα μπαίνει σε κίνηση η μηχανή του αυτοκινήτου ||
αυτό τ’ αυτοκίνητο έχει μπροστινή κίνηση, ενώ εκείνο έχει κίνηση στους τέσσερις
τροχούς», δηλ. η κίνηση μεταδίδεται στους μπροστινούς τροχούς ή και στους
τέσσερις τροχούς. 7. στον πλ. οι κινήσεις, οι διάφορες
δραστηριότητες, οι διάφορες ενέργειες ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων:
«παρακολουθώ από καιρό όλες τις κινήσεις του». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δεν
έχει κίνηση ή δεν υπάρχει κίνηση, (γενικά) δεν παρατηρείται εμπορική
συναλλαγή στην αγορά ή δεν παρατηρείται κυκλοφορία πεζών ή οχημάτων στους
δρόμους: «τον τελευταίο καιρό η αγορά δεν έχει κίνηση || στο δρόμο δεν υπάρχει
κίνηση»·
- είναι
σπασμένη η κίνηση, βλ. φρ. έσπασε η κίνηση·
- έσπασε
η κίνηση, α. δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον από το καταναλωτικό
κοινό, ελαττώθηκε η δουλειά: «μετά από τις γιορτές έσπασε η κίνηση». β.
ελαττώθηκε η κυκλοφορία πεζών ή οχημάτων στους δρόμους: «μετά τα μεσάνυχτα
έσπασε η κίνηση»·
- έχει
δυσκολία στην κίνηση, βλ. λ. δυσκολία·
- έχει
κίνηση η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έχω
ελευθερία κινήσεων, βλ. φρ. έχω άνεση κινήσεων·
- έχω
άνεση κινήσεων, βλ. λ. άνεση·
- κάνω
λάθος κίνηση, βλ. λ. λάθος·
- κάνω
την πρώτη κίνηση, α. προβαίνω πρώτος σε μια ενέργεια, για να κάνω
γνωστό σε κάποιον κάποιο σκοπό ή κάποια επιδίωξή μου: «επειδή μ’ αρέσει πολύ
αυτή η γυναίκα, με την πρώτη ευκαιρία θα κάνω την πρώτη κίνηση για να τα φτιάξω
μαζί της». β. προβαίνω πρώτος σε μια χειρονομία καλής θελήσεως για την
εξομάλυνση των τεταμένων σχέσεων που έχω με κάποιον: «επειδή ήταν ανόητο να μη
μιλιόμαστε για μια ηλίθια παρεξήγηση, μόλις τον συνάντησα έκανα την πρώτη
κίνηση και του μίλησα». Συνών. κάνω το πρώτο βήμα·
-
κίνηση λογαριασμού, βλ. λ. λογαριασμός·
- κόβω
κίνηση, α. κατασκοπεύω, παρακολουθώ αθέατος τα όσα συμβαίνουν ή
διαδραματίζονται σε ένα χώρο: «καθόμουν αρκετή ώρα πίσω απ’ την κολόνα κι έκοβα
κίνηση». β. παρακολουθώ ένα χώρο ή μια κατάσταση χωρίς να γίνομαι
αντιληπτός, για να καταλάβω κάτι και να κρίνω μόνος μου: «θα πάω ο ίδιος να
κόψω κίνηση, μπας και βγάλω κάποιο νόημα». γ. κάθομαι κάπου και περνώ
την ώρα μου να βλέπω τους περαστικούς: «όλο το απόγευμα την έβγαλα στο μπαλκόνι
κι έκοβα κίνηση || κάθισα να πιω τον καφέ μου σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στη
τζαμαρία του ζαχαροπλαστείου για να κόβω καλύτερα την κίνηση».