κιμωλία,
η, ουσ.
[<αρχ. κιμωλία γη (= πέτρωμα της Κιμώλου)], η κιμωλία·
- δεν
αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, (για
εκπαιδευτικούς) δεν είναι στη μάχιμη εκπαίδευση και ως εκ τούτου δε γνωρίζει τα
προβλήματα και τις δυσκολίες της μάχιμης εκπαίδευσης: «ο γενικός γραμματέας του
υπουργείου Παιδείας δεν μπορεί να μας καταλάβει, γιατί δεν αναπνέει την κιμωλία
μέσα στην τάξη». Από το ότι από συνεχές γράψιμο και σβήσιμο της κιμωλίας από
τον μαυροπίνακα δημιουργείται και κάποια σκόνη μέσα στην τάξη·
-
έγινε άσπρος σαν (την) κιμωλία, βλ.
συνηθέστ. έγινε άσπρος σαν (το) πανί, βλ. λ. πανί.