κιμάς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. kiyma], ο κιμάς·
- γίνομαι
κιμάς, α. με πολτοποιεί κάποιο όχημα, ιδίως αυτοκίνητο, που περνάει
από πάνω μου: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έπεσε και, καθώς πέρασε τ’ αυτοκίνητο
από πάνω του, έγινε κιμάς». β. πολτοποιεί ένα μέλος του σώματός μου
κάποιο μηχάνημα: «πιάστηκε το χέρι μου στη μηχανή κι έγινε κιμάς». γ.
μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που
κάποια στιγμή ήρθα κι έγινα κιμάς»·
- γίνομαι
κιμάς (με κάποιον), τσακώνομαι άγρια με κάποιον, ανταλλάσσω χτυπήματα με
κάποιον, με αποτέλεσμα να χτυπηθούμε, να τραυματιστούμε επικίνδυνα: «από καιρό είχαν
κόντρα και χτες που συναντήθηκαν στο μπαράκι έγιναν κιμάς και τους τρέχαμε στα
νοσοκομεία»·
- θα
σου κάνω τα μούτρα κιμά, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια: «αν
ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κάνω τα μούτρα κιμά»·
- μηχανή
του κιμά, χαρακτηρίζει κάθε σκληρή ενέργεια ή απόφαση, που συνθλίβει την
προσωπικότητα του ατόμου: «οι εργαζόμενοι δε θ’ ανεχτούν τη νέο αντεργατικό
νομοσχέδιο της κυβέρνησης, γιατί πιστεύουν πως είναι μια μηχανή του κιμά».
Αναφορά στο ειδικό μηχάνημα του κρεοπώλη που μετατρέπει μικρά κομμάτια κρέατος
σε κιμά·
- πλάθω
τον κιμά, τον ζυμώνω για να κάνω μπιφτέκια, κεφτεδάκια ή άλλο φαγητό που
περιέχει κιμά: «η μητέρα πλάθει τον κιμά για να κάνει γιουβαρλάκια»·
- τον
κάνω κιμά, α. τον δέρνω άγρια, τον κάνω λιώμα από το ξύλο: «κάποια
στιγμή δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και τον έκανε κιμά απ’ το ξύλο που του
’δωσε». β. τον μεθώ υπερβολικά, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από
το πολύ μεθύσι: «με το πέμπτο ποτηράκι που τον κέρασα τον έκανα κιμά». γ.
περνώ με το αυτοκίνητό μου ή άλλο τροχοφόρο πάνω από κάποιον και τον κάνω
λιώμα, τον πολτοποιώ: «έπεσε μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου μου και τον
έκανα κιμά»·
- του
’κανα τα μούτρα κιμά, του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα πολλά
και άγρια χτυπήματα που του κατάφερα: «από καιρό μου πήγαινε κόντρα κι όταν
αρπαχτήκαμε στα χέρια του ’κανα τα μούτρα κιμά».