κηδεμόνας,
ο, ουσ.
[<αρχ. κηδεμών], ο κηδεμόνας·
- αύριο
να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο της παρέας που έπεσε
σε κάποιο παράπτωμα ή που παρέβη κάποια συνολική επιθυμία της: «μια και δε
βοήθησες τον τάδε, που σου το ζήτησε, αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου ||
επειδή δεν ήρθες χτες βράδυ στα μπουζούκια που σε περιμέναμε, αύριο να έρθεις
με τον κηδεμόνα σου». Από τη στερεότυπη φρ. του δασκάλου προς άτακτο μαθητή,
όταν τον διώχνει από το μάθημα ή του επιβάλει κάποια τιμωρία.