κηδεία,
η, ουσ.
[<αρχ. κηδεία <κηδεύω], η κηδεία· οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη θλίψη,
μεγάλη στενοχώρια: «δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο κι έχουν κηδεία
στο σπίτι»·
- βλέπω
την κηδεία μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «για να θρέψω
την οικογένειά μου, βλέπω την κηδεία μου κάθε μέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα
Παρουσία / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω
τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα την
κηδεία μου·
- είδα
την κηδεία μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «είδα την
κηδεία μου, μόλις αντιλήφθηκα πως δεν έπιαναν τα φρένα μου κι ευτυχώς που
μπόρεσα κι έριξα τ’ αυτοκίνητο μέσα στο χαντάκι». Συνών. είδα τη Δευτέρα
Παρουσία / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον
άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω την κηδεία
μου·
- είναι
σαν κινητή κηδεία, βλ. συνηθέστ. είναι σαν όρθια κηδεία·
-
είναι σαν όρθια κηδεία, είναι
εμφανέστατα θλιμμένος, στενοχωρημένος: «είδα πριν από λίγο τον τάδε και ήταν
σαν όρθια κηδεία». Από την εικόνα των ατόμων που συνοδεύουν τη σορό του νεκρού
και που έχουν θλιμμένη έκφραση·
- είχαμε
κηδεία στο σπίτι, στενοχωρηθήκαμε πάρα πολύ, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ όλη η
οικογένεια: «δεν πέρασε για τρίτη φορά ο γιος μου στο πανεπιστήμιο κι είχαμε
κηδεία στο σπίτι»
- μου
’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, α. μου κέρδισαν όλα τα
χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσα να παίξω με τα σαΐνια και μου ’καναν
την κηδεία». β. πλήρωσα υπερβολικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε νυχτερινό
κέντρο διασκεδάσεως: «είχαν ωραίο πρόγραμμα, δε λέω, αλλά στο τέλος μου ’καναν
κηδεία»·
-
πρώτο στασίδι κηδεία, βλ. λ. στασίδι.