κεφαλάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κεφάλι]. 1. το μικρό κεφάλι: «έχει ένα κεφαλάκι σαν
μπαλίτσα». 2. ψημένο κεφάλι, ιδίως αρνιού: «το Πάσχα οι άλλοι τρώνε τα
κοψίδια τους και εγώ τρώω το κεφαλάκι»·
- θα
το φας το κεφαλάκι σου, βλ. φρ. θα το φας το κεφάλι σου, λ. κεφάλι·
- και
στα κεφαλάκια σας! ή και στο κεφαλάκι σας! ευχή σε ζευγάρι
ερωτευμένων ή αρραβωνιασμένων, που παρακολούθησε έναν γάμο, να παντρευτούν και
αυτοί με τη σειρά τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- και
στο κεφαλάκι σου! ευχή σε ανύπαντρο άτομο που παρακολούθησε έναν γάμο να
παντρευτεί και αυτός με τη σειρά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε.