κεφάλαιο,
το, ουσ.
[<αρχ. κεφάλαιον, ουδ. του επιθ. κεφάλαιος <κεφαλή], το κεφάλαιο. 1.
μεγάλη επιφάνεια χρημάτων και, κατ’ επέκταση, η πλουτοκρατία: «αν δεν έχεις
κεφάλαιο σήμερα, δεν πας μπροστά || το κεφάλαιο καταπιέζει την εργατική τάξη ||
κάτω το κεφάλαιο!». 2. οτιδήποτε είναι σημαντικό, πολύτιμο για το
κοινωνικό σύνολο, για την κοινωνία: «οι συγγραφείς μας αποτελούν το πνευματικό
κεφάλαιο του τόπου μας». 3. τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου ή
μιας ομάδας ατόμων, ενός λαού, ενός έθνους: «η περίοδο της δικτατορίας αποτελεί
ένα κεφάλαιο ντροπής για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας»·
- ανοίγω
νέο κεφάλαιο, αρχίζω νέα χρονική περίοδο στη ζωή μου μετά από ένα διάστημα
όχι ιδιαίτερα ευχάριστο: «μέχρι τώρα ό,τι έγινε έγινε κι από σήμερα ανοίγω νέο
κεφάλαιο»·
- αυτό
είν’ άλλο κεφάλαιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση:
«αυτό που μου λες δεν έχει καμιά σχέση με τη συζήτησή μας, γιατί αυτό είν’ άλλο
κεφάλαιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό
είν’ άλλο καπέλο / αυτό είναι άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά
βαγγέλιο·
- αυτό
το κεφάλαιο έκλεισε, αυτή η υπόθεση, αυτή η περίπτωση έχει τελειώσει.
Συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο όχι ιδιαίτερα ευχάριστη:
«πώς τα πας με το γάμο σου; -Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για μένα»·
- έχω
ένα άλφα κεφάλαιο, βλ. λ. άλφα·
-
τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.