κεφάλα,
η, ουσ. [μεγεθ.
του ουσ. κεφάλι]. α. το μεγάλο κεφάλι: «είχε μια κεφάλα σαν καζάνι». β.
(με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση) το κεφάλι: «όπως έσκυβε για να μπει, δεν
πρόσεξε και χτύπησε την κεφάλα του στο μαδέρι». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης
άλατης άλατης και ξηγιέται όπως της έρθει στην κεφάλα της).
(Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βάζω
κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, προσηλώνομαι τελείως στη
δουλειά που κάνω, δουλεύω αδιάκοπα, εντατικά, δουλεύω ανεπηρέαστος,
απερίσπαστος: «όταν βάζει κάτω την κεφάλα του, δουλειά που χρειάζεται δυο
βδομάδες για να τελειώσει, την τελειώνει σε πέντε μέρες». Συνών. βάζω κάτω
την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου / βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω
κάτω το κεφάλι μου·
- δεν
κατεβάζει η κεφάλα του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «τα χάνει στην
παραμικρή δυσκολία, γιατί δεν κατεβάζει η κεφάλα του». Συνών. δεν κατεβάζει
η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν
κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το μυαλό του
/ δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του·
- δεν
κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα, δεν αντιλαμβάνεται κάτι
εύκολα, είναι αργόστροφος: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του πεις πολλές
φορές, γιατί δεν κόβει η κεφάλα του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν
του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν
κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή
δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το
κεφάλι / δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό / δεν κόβει το
νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν
του κόβει το ξερό·
- δεν
τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως:
«όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν του ’φεραν για
προγύμναση, ε, δεν τα παίρνει η κεφάλα του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν
τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα
του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα
παίρνει το ξερό του·
- κάνει
ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια,
απερίσκεπτα: «πώς να πάει μπροστά, αφού κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του».
Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του
/ κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του / κάνει
του κεφαλιού του·
- κάνω
κεφάλα, έρχομαι στο κέφι με τη βοήθεια ποτού ή με το κάπνισμα τσιγάρου με
χασίσι: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, στο τέλος κάναμε κεφάλα και το
ξενυχτήσαμε». Συνών. κάνω κεφάλι·
- κατεβάζει
η κεφάλα του, είναι εύστροφος, επινοητικός: «όποια δυσκολία και να του
τύχει, την ξεπερνάει, γιατί κατεβάζει η κεφάλα του». Συνών. κατεβάζει η
γκλάβα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους
του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό
του / κατεβάζει το ξερό του·
- κατεβάζω
την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά
το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «μόνο αν με δεις να
κατεβάζω το κεφάλι μου, να σκεφτείς πως μπορεί και να έχω χάσει το παιχνίδι». β.
σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνουν πως τον μαλώνουν λίγο,
κατεβάζει την κεφάλα του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις,
υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, παραδίδω τα όπλα μου: «ό,τι και να σου
τύχει, μην κατεβάσεις την κεφάλα σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω
την γκλάβα μου /κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι
μου·
- κόβει
η κεφάλα του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι
επινοητικός: «ό,τι δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει αμέσως, γιατί κόβει
η κεφάλα του». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή πιο είναι το
συμφέρον του: «ασχολείται πάντοτε με δουλειές που αποδίδουν, γιατί κόβει η
κεφάλα του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα
του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το μυαλό του / κόβει το
νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- ξύνει
την κεφάλα του, βρίσκεται σε αμηχανία: «όταν τον βλέπεις να ξύνει την κεφάλα
του, πάει να πει πως δεν ξέρει τι ν’ αποφασίσει». Συνών. ξύνει την γκλάβα
του / ξύνει το κεφάλι του·
- στρώνω
κεφάλα, βλ. φρ. κάνω κεφάλα. (Λαϊκό τραγούδι: άλα έχω στρώσει
μια κεφάλα και τα βλέπω όλα σαν μπέης και τα νιώθω σαν πασάς)·
- τα
παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα
παίρνει η κεφάλα του, θα τον στείλω στα καλύτερα σχολεία». Συνών. τα παίρνει
η γκλάβα του / τα παίρνει η κόκα του / τα παίρνει η κούτρα του / τα παίρνει το
κεφάλι του / τα παίρνει το νιονιό του / τα παίρνει το ξερό του·
- τι
λέει η κεφάλα σου! είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα
έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα
γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει
το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·