κέρμα,
το, ουσ.
[<αρχ. κέρμα]. 1. μεταλλικό νόμισμα μικρής αξίας: «όταν βλέπεις να
εξαφανίζονται τα κέρματα απ’ την αγορά, να ’σαι σίγουρος πως φουντώνει ο
πληθωρισμός». (Λαϊκό τραγούδι: κορόνα γράμματα κι εγώ το κέρμα θα το
ρισκάρω ως το τέρμα). 2. μικρό μεταλλικό δισκίο που χρησιμοποιούμε
για να ανοίξουμε την τηλεφωνική γραμμή ή για το παρκόμετρο, όταν θέλουμε να
σταθμεύσουμε το αυτοκίνητό μας κάπου για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα:
«από πού μπορώ να πάρω κέρμα για να κάνω ένα τηλεφώνημα; || πού πουλάνε κέρματα
για το παρκόμετρο;». Τέλος, όποιος δει στον ύπνο του κέρματα, σύμφωνα με την
ερμηνευτική των ονείρων, θα καβγαδίσει με κάποιον·
- δεν
υπάρχει (ούτε) κέρμα ή ούτε κέρμα (ενν. δεν έχω, δεν υπάρχει), δεν
έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «μη μου ζητάς να σου δώσω λεφτά,
γιατί δεν υπάρχει ούτε κέρμα || έχεις καθόλου λεφτά επάνω σου; -Ούτε κέρμα».